헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξανίστημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξανίστημι

형태분석: ἐξ (접두사) + ἀν (접두사) + ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 떠오르다, 명령하다, 오르다, 뜨다, 솟다, 올라가다, 부풀다
  2. 만들다, 하다, 제작하다, 능숙하게 만들다
  3. 파괴하다, 파멸시키다, 죽이다
  4. 흥분시키다, 일으키다, 자극하다
  5. 떠오르다, 오르다, 뜨다
  6. 출발하다, 떠나다, 떠나가다, 헤어지다, 팽창하게 하다
  1. to raise up: to make one rise, bid one, rise, to order, to rise
  2. to make, emigrate, to remove or expel
  3. to depopulate, destroy
  4. to rouse, from their lair
  5. to stand up from one's seat, to rise
  6. to arise and depart from, emigrate from, to break up, depart
  7. to be driven out, to be forced to emigrate
  8. to be depopulated

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξανῖστημι

(나는) 떠오른다

ἐξανῖστης

(너는) 떠오른다

ἐξανῖστησιν*

(그는) 떠오른다

쌍수 ἐξανίστατον

(너희 둘은) 떠오른다

ἐξανίστατον

(그 둘은) 떠오른다

복수 ἐξανίσταμεν

(우리는) 떠오른다

ἐξανίστατε

(너희는) 떠오른다

ἐξανιστάᾱσιν*

(그들은) 떠오른다

접속법단수 ἐξανίστω

(나는) 떠오르자

ἐξανίστῃς

(너는) 떠오르자

ἐξανίστῃ

(그는) 떠오르자

쌍수 ἐξανίστητον

(너희 둘은) 떠오르자

ἐξανίστητον

(그 둘은) 떠오르자

복수 ἐξανίστωμεν

(우리는) 떠오르자

ἐξανίστητε

(너희는) 떠오르자

ἐξανίστωσιν*

(그들은) 떠오르자

기원법단수 ἐξανισταῖην

(나는) 떠오르기를 (바라다)

ἐξανισταῖης

(너는) 떠오르기를 (바라다)

ἐξανισταῖη

(그는) 떠오르기를 (바라다)

쌍수 ἐξανισταῖητον

(너희 둘은) 떠오르기를 (바라다)

ἐξανισταίητην

(그 둘은) 떠오르기를 (바라다)

복수 ἐξανισταῖημεν

(우리는) 떠오르기를 (바라다)

ἐξανισταῖητε

(너희는) 떠오르기를 (바라다)

ἐξανισταῖησαν

(그들은) 떠오르기를 (바라다)

명령법단수 ἐξανῖστᾱ

(너는) 떠올라라

ἐξανιστάτω

(그는) 떠올라라

쌍수 ἐξανίστατον

(너희 둘은) 떠올라라

ἐξανιστάτων

(그 둘은) 떠올라라

복수 ἐξανίστατε

(너희는) 떠올라라

ἐξανιστάντων

(그들은) 떠올라라

부정사 ἐξανιστάναι

떠오르는 것

분사 남성여성중성
ἐξανιστᾱς

ἐξανισταντος

ἐξανιστᾱσα

ἐξανιστᾱσης

ἐξανισταν

ἐξανισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξανίσταμαι

(나는) 떠올러진다

ἐξανίστασαι

(너는) 떠올러진다

ἐξανίσταται

(그는) 떠올러진다

쌍수 ἐξανίστασθον

(너희 둘은) 떠올러진다

ἐξανίστασθον

(그 둘은) 떠올러진다

복수 ἐξανιστάμεθα

(우리는) 떠올러진다

ἐξανίστασθε

(너희는) 떠올러진다

ἐξανίστανται

(그들은) 떠올러진다

접속법단수 ἐξανίστωμαι

(나는) 떠올러지자

ἐξανίστῃ

(너는) 떠올러지자

ἐξανίστηται

(그는) 떠올러지자

쌍수 ἐξανίστησθον

(너희 둘은) 떠올러지자

ἐξανίστησθον

(그 둘은) 떠올러지자

복수 ἐξανιστώμεθα

(우리는) 떠올러지자

ἐξανίστησθε

(너희는) 떠올러지자

ἐξανίστωνται

(그들은) 떠올러지자

기원법단수 ἐξανισταῖμην

(나는) 떠올러지기를 (바라다)

ἐξανίσταιο

(너는) 떠올러지기를 (바라다)

ἐξανίσταιτο

(그는) 떠올러지기를 (바라다)

쌍수 ἐξανίσταισθον

(너희 둘은) 떠올러지기를 (바라다)

ἐξανισταῖσθην

(그 둘은) 떠올러지기를 (바라다)

복수 ἐξανισταῖμεθα

(우리는) 떠올러지기를 (바라다)

ἐξανίσταισθε

(너희는) 떠올러지기를 (바라다)

ἐξανίσταιντο

(그들은) 떠올러지기를 (바라다)

명령법단수 ἐξανίστασο

(너는) 떠올러져라

ἐξανιστάσθω

(그는) 떠올러져라

쌍수 ἐξανίστασθον

(너희 둘은) 떠올러져라

ἐξανιστάσθων

(그 둘은) 떠올러져라

복수 ἐξανίστασθε

(너희는) 떠올러져라

ἐξανιστάσθων

(그들은) 떠올러져라

부정사 ἐξανίστασθαι

떠올러지는 것

분사 남성여성중성
ἐξανισταμενος

ἐξανισταμενου

ἐξανισταμενη

ἐξανισταμενης

ἐξανισταμενον

ἐξανισταμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξανῑ́στην

(나는) 떠오르고 있었다

ἐξανῑ́στης

(너는) 떠오르고 있었다

ἐξανῑ́στην*

(그는) 떠오르고 있었다

쌍수 ἐξανῑ́στατον

(너희 둘은) 떠오르고 있었다

ἐξανῑστάτην

(그 둘은) 떠오르고 있었다

복수 ἐξανῑ́σταμεν

(우리는) 떠오르고 있었다

ἐξανῑ́στατε

(너희는) 떠오르고 있었다

ἐξανῑ́στασαν

(그들은) 떠오르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξανῑστάμην

(나는) 떠올러지고 있었다

ἐξανῑστῶ, ἐξανῑ́στασο

(너는) 떠올러지고 있었다

ἐξανῑ́στατο

(그는) 떠올러지고 있었다

쌍수 ἐξανῑ́στασθον

(너희 둘은) 떠올러지고 있었다

ἐξανῑστάσθην

(그 둘은) 떠올러지고 있었다

복수 ἐξανῑστάμεθα

(우리는) 떠올러지고 있었다

ἐξανῑ́στασθε

(너희는) 떠올러지고 있었다

ἐξανῑ́σταντο

(그들은) 떠올러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Λὰξ γέ τοι τῶν πικρῶν τισ δορυφόρων εἰσ τοὺσ κενεῶνασ ἐναλλόμενοσ ἔτυπτεν, ὅπωσ ἐξανίσταιτο πίπτων. (Septuagint, Liber Maccabees IV 6:8)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 6:8)

  • καὶ τὰ πρῶτα μὲν εἰρηνικῶσ ἐνάρχονται τῶν πρὸσ ἀλλήλουσ λόγων, προιούσησ δὲ τῆσ συνουσίασ ἐπιτείνουσι τὸ φθέγμα μέχρι πρὸσ τὸ ὄρθιον, ὥστε ὑπερδιατεινομένων καὶ ἅμα λέγειν ἐθελόντων τό τε πρόσωπον ἐρυθριᾷ καὶ ὁ τράχηλοσ οἰδεῖ καὶ αἱ φλέβεσ ἐξανίστανται ὥσπερ τῶν αὐλητῶν ὁπόταν εἰσ στενὸν τὸν αὐλὸν ἐμπνεῖν βιάζωνται. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:9)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:9)

  • δῆλον γὰρ ὅτι καὶ πολεμίῳ ἀνδρὶ ὁ τοιοῦτοσ συμπλακεὶσ καταρρίψει τε θᾶττον ὑποσκελίσασ καὶ καταπεσὼν εἴσεται ὡσ ῥᾷστα ἐξανίστασθαι. (Lucian, Anacharsis, (no name) 24:9)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 24:9)

  • οὐκ ἐμφοροῦνται μὲν ἀπειροκαλώτερον, μεθύσκονται δὲ φανερώτερον, ἐξανίστανται δὲ πάντων ὕστατοι, πλείω δὲ ἀποφέρειν τῶν ἄλλων ἀξιοῦσιν; (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 25:2)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 25:2)

  • καὶ Παλλάδοσ μὲν ἦν Ἀλεξάνδρῳ δόσισ Φρυξὶ στρατηγοῦνθ’ Ἑλλάδ’ ἐξανιστάναι, Ἥρα δ’ ὑπέσχετ’ Ἀσιάδ’ Εὐρώπησ θ’ ὁρ́ουσ τυραννίδ’ ἕξειν, εἴ σφε κρίνειεν Πάρισ· (Euripides, The Trojan Women, episode 1:21)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode 1:21)

유의어

  1. 출발하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION