헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἵστημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἵστημι στήσω ἔστησα ἕστακα ἕσταμαι ἐστάθην

형태분석: ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

어원: for si/sthmi, redupl. from STA

  1. 지다, 서다, 심다, 기울다
  2. 머무르다, 정지시키다, 억제하다, 멈추다
  3. 흥분시키다, 일으키다, 올리다, 자극하다, 높이다, 들다
  4. 설치하다, 두다, 세우다
  5. 설립하다, 세우다, 만들다
  1. (transitive, active voice of present, imperfect, future, and 1st aorist tenses) to make to stand, to stand, set
  2. to stop, stay, check
  3. to set up, to cause to rise, to raise, rouse, stir up
  4. to set up, appoint
  5. to establish, institute

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῖ̔στημι

(나는) 진다

ῖ̔στης

(너는) 진다

ῖ̔στησιν*

(그는) 진다

쌍수 ί̔στατον

(너희 둘은) 진다

ί̔στατον

(그 둘은) 진다

복수 ί̔σταμεν

(우리는) 진다

ί̔στατε

(너희는) 진다

ἱστάᾱσιν*

(그들은) 진다

접속법단수 ί̔στω

(나는) 지자

ί̔στῃς

(너는) 지자

ί̔στῃ

(그는) 지자

쌍수 ί̔στητον

(너희 둘은) 지자

ί̔στητον

(그 둘은) 지자

복수 ί̔στωμεν

(우리는) 지자

ί̔στητε

(너희는) 지자

ί̔στωσιν*

(그들은) 지자

기원법단수 ἱσταῖην

(나는) 지기를 (바라다)

ἱσταῖης

(너는) 지기를 (바라다)

ἱσταῖη

(그는) 지기를 (바라다)

쌍수 ἱσταῖητον

(너희 둘은) 지기를 (바라다)

ἱσταίητην

(그 둘은) 지기를 (바라다)

복수 ἱσταῖημεν

(우리는) 지기를 (바라다)

ἱσταῖητε

(너희는) 지기를 (바라다)

ἱσταῖησαν

(그들은) 지기를 (바라다)

명령법단수 ῖ̔στᾱ

(너는) 져라

ἱστάτω

(그는) 져라

쌍수 ί̔στατον

(너희 둘은) 져라

ἱστάτων

(그 둘은) 져라

복수 ί̔στατε

(너희는) 져라

ἱστάντων

(그들은) 져라

부정사 ἱστάναι

지는 것

분사 남성여성중성
ἱστᾱς

ἱσταντος

ἱστᾱσα

ἱστᾱσης

ἱσταν

ἱσταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ί̔σταμαι

ί̔στασαι

ί̔σταται

쌍수 ί̔στασθον

ί̔στασθον

복수 ἱστάμεθα

ί̔στασθε

ί̔στανται

접속법단수 ί̔στωμαι

ί̔στῃ

ί̔στηται

쌍수 ί̔στησθον

ί̔στησθον

복수 ἱστώμεθα

ί̔στησθε

ί̔στωνται

기원법단수 ἱσταῖμην

ί̔σταιο

ί̔σταιτο

쌍수 ί̔σταισθον

ἱσταῖσθην

복수 ἱσταῖμεθα

ί̔σταισθε

ί̔σταιντο

명령법단수 ί̔στασο

ἱστάσθω

쌍수 ί̔στασθον

ἱστάσθων

복수 ί̔στασθε

ἱστάσθων

부정사 ί̔στασθαι

분사 남성여성중성
ἱσταμενος

ἱσταμενου

ἱσταμενη

ἱσταμενης

ἱσταμενον

ἱσταμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στήσω

(나는) 지겠다

στήσεις

(너는) 지겠다

στήσει

(그는) 지겠다

쌍수 στήσετον

(너희 둘은) 지겠다

στήσετον

(그 둘은) 지겠다

복수 στήσομεν

(우리는) 지겠다

στήσετε

(너희는) 지겠다

στήσουσιν*

(그들은) 지겠다

기원법단수 στησίημι

(나는) 지겠기를 (바라다)

στησίης

(너는) 지겠기를 (바라다)

στησίη

(그는) 지겠기를 (바라다)

쌍수 στησίητον

(너희 둘은) 지겠기를 (바라다)

στησιήτην

(그 둘은) 지겠기를 (바라다)

복수 στησίημεν

(우리는) 지겠기를 (바라다)

στησίητε

(너희는) 지겠기를 (바라다)

στησίησαν

(그들은) 지겠기를 (바라다)

부정사 στήσειν

질 것

분사 남성여성중성
στησων

στησοντος

στησουσα

στησουσης

στησον

στησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στήσομαι

στήσει, στήσῃ

στήσεται

쌍수 στήσεσθον

στήσεσθον

복수 στησόμεθα

στήσεσθε

στήσονται

기원법단수 στησοίμην

στήσοιο

στήσοιτο

쌍수 στήσοισθον

στησοίσθην

복수 στησοίμεθα

στήσοισθε

στήσοιντο

부정사 στήσεσθαι

분사 남성여성중성
στησομενος

στησομενου

στησομενη

στησομενης

στησομενον

στησομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σταθήσομαι

σταθήσῃ

σταθήσεται

쌍수 σταθήσεσθον

σταθήσεσθον

복수 σταθησόμεθα

σταθήσεσθε

σταθήσονται

기원법단수 σταθησοίμην

σταθήσοιο

σταθήσοιτο

쌍수 σταθήσοισθον

σταθησοίσθην

복수 σταθησοίμεθα

σταθήσοισθε

σταθήσοιντο

부정사 σταθήσεσθαι

분사 남성여성중성
σταθησομενος

σταθησομενου

σταθησομενη

σταθησομενης

σταθησομενον

σταθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῑ́̔στην

(나는) 지고 있었다

ῑ́̔στης

(너는) 지고 있었다

ῑ́̔στην*

(그는) 지고 있었다

쌍수 ῑ́̔στατον

(너희 둘은) 지고 있었다

ῑ̔στάτην

(그 둘은) 지고 있었다

복수 ῑ́̔σταμεν

(우리는) 지고 있었다

ῑ́̔στατε

(너희는) 지고 있었다

ῑ́̔στασαν

(그들은) 지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῑ̔στάμην

ῑ̔στῶ, ῑ́̔στασο

ῑ́̔στατο

쌍수 ῑ́̔στασθον

ῑ̔στάσθην

복수 ῑ̔στάμεθα

ῑ́̔στασθε

ῑ́̔σταντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στησα

(나는) 졌다

έ̓στησας

(너는) 졌다

έ̓στησεν*

(그는) 졌다

쌍수 ἐστήσατον

(너희 둘은) 졌다

ἐστησάτην

(그 둘은) 졌다

복수 ἐστήσαμεν

(우리는) 졌다

ἐστήσατε

(너희는) 졌다

έ̓στησαν

(그들은) 졌다

접속법단수 στήσω

(나는) 졌자

στήσῃς

(너는) 졌자

στήσῃ

(그는) 졌자

쌍수 στήσητον

(너희 둘은) 졌자

στήσητον

(그 둘은) 졌자

복수 στήσωμεν

(우리는) 졌자

στήσητε

(너희는) 졌자

στήσωσιν*

(그들은) 졌자

명령법단수 στήσον

(너는) 졌어라

στησάτω

(그는) 졌어라

쌍수 στήσατον

(너희 둘은) 졌어라

στησάτων

(그 둘은) 졌어라

복수 στήσατε

(너희는) 졌어라

στησάντων

(그들은) 졌어라

부정사 στήσαι

졌는 것

분사 남성여성중성
στησᾱς

στησαντος

στησᾱσα

στησᾱσης

στησαν

στησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστησάμην

ἐστήσω

ἐστήσατο

쌍수 ἐστήσασθον

ἐστησάσθην

복수 ἐστησάμεθα

ἐστήσασθε

ἐστήσαντο

접속법단수 στήσωμαι

στήσῃ

στήσηται

쌍수 στήσησθον

στήσησθον

복수 στησώμεθα

στήσησθε

στήσωνται

명령법단수 στήσαι

στησάσθω

쌍수 στήσασθον

στησάσθων

복수 στήσασθε

στησάσθων

부정사 στήσεσθαι

분사 남성여성중성
στησαμενος

στησαμενου

στησαμενη

στησαμενης

στησαμενον

στησαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστάθην

ἐστάθης

ἐστάθη

쌍수 ἐστάθητον

ἐσταθήτην

복수 ἐστάθημεν

ἐστάθητε

ἐστάθησαν

접속법단수 στάθω

στάθῃς

στάθῃ

쌍수 στάθητον

στάθητον

복수 στάθωμεν

στάθητε

στάθωσιν*

기원법단수 σταθείην

σταθείης

σταθείη

쌍수 σταθείητον

σταθειήτην

복수 σταθείημεν

σταθείητε

σταθείησαν

명령법단수 στάθητι

σταθήτω

쌍수 στάθητον

σταθήτων

복수 στάθητε

σταθέντων

부정사 σταθῆναι

분사 남성여성중성
σταθεις

σταθεντος

σταθεισα

σταθεισης

σταθεν

σταθεντος

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓στην

(나는) 졌다

έ̓στης

(너는) 졌다

έ̓στη

(그는) 졌다

쌍수 έ̓στητον

(너희 둘은) 졌다

ἐστήτην

(그 둘은) 졌다

복수 έ̓στημεν

(우리는) 졌다

έ̓στητε

(너희는) 졌다

έ̓στησαν

(그들은) 졌다

접속법단수 στῶ

(나는) 졌자

στῇς

(너는) 졌자

στῇ

(그는) 졌자

쌍수 στῆτον

(너희 둘은) 졌자

στῆτον

(그 둘은) 졌자

복수 στῶμεν

(우리는) 졌자

στῆτε

(너희는) 졌자

στῶσιν*

(그들은) 졌자

기원법단수 σταίην

(나는) 졌기를 (바라다)

σταίης

(너는) 졌기를 (바라다)

σταίη

(그는) 졌기를 (바라다)

쌍수 σταίητον

(너희 둘은) 졌기를 (바라다)

σταιήτην

(그 둘은) 졌기를 (바라다)

복수 σταίημεν

(우리는) 졌기를 (바라다)

σταίητε

(너희는) 졌기를 (바라다)

σταίησαν

(그들은) 졌기를 (바라다)

명령법단수 στῆθι

(너는) 졌어라

στήτω

(그는) 졌어라

쌍수 στήτον

(너희 둘은) 졌어라

στήτων

(그 둘은) 졌어라

복수 στήτε

(너희는) 졌어라

στήντων

(그들은) 졌어라

부정사 στήναι

졌는 것

분사 남성여성중성
στᾱς

σταντος

στᾱσα

στᾱσης

σταν

σταντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστάμην

έ̓στω

έ̓στατο

쌍수 έ̓στασθον

ἐστάσθην

복수 ἐστάμεθα

έ̓στασθε

έ̓σταντο

접속법단수 στῶμαι

στῇ

στῆται

쌍수 στῆσθον

στῆσθον

복수 στώμεθα

στῆσθε

στῶνται

기원법단수 σταίμην

σταῖο

σταῖτο

쌍수 σταῖσθον

σταίσθην

복수 σταίμεθα

σταῖσθε

σταῖντο

명령법단수 στῶ

στάσθω

쌍수 στάσθον

στάσθων

복수 στάσθε

στάσθων

부정사 στᾶσθαι

분사 남성여성중성
σταμενος

σταμενου

σταμενη

σταμενης

σταμενον

σταμενου

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̔στακα

(나는) 졌다

έ̔στακας

(너는) 졌다

έ̔στακεν*

(그는) 졌다

쌍수 ἑστάκατον

(너희 둘은) 졌다

ἑστάκατον

(그 둘은) 졌다

복수 ἑστάκαμεν

(우리는) 졌다

ἑστάκατε

(너희는) 졌다

ἑστάκᾱσιν*

(그들은) 졌다

접속법단수 ἑστάκω

(나는) 졌자

ἑστάκῃς

(너는) 졌자

ἑστάκῃ

(그는) 졌자

쌍수 ἑστάκητον

(너희 둘은) 졌자

ἑστάκητον

(그 둘은) 졌자

복수 ἑστάκωμεν

(우리는) 졌자

ἑστάκητε

(너희는) 졌자

ἑστάκωσιν*

(그들은) 졌자

기원법단수 ἑστάκοιμι

(나는) 졌기를 (바라다)

ἑστάκοις

(너는) 졌기를 (바라다)

ἑστάκοι

(그는) 졌기를 (바라다)

쌍수 ἑστάκοιτον

(너희 둘은) 졌기를 (바라다)

ἑστακοίτην

(그 둘은) 졌기를 (바라다)

복수 ἑστάκοιμεν

(우리는) 졌기를 (바라다)

ἑστάκοιτε

(너희는) 졌기를 (바라다)

ἑστάκοιεν

(그들은) 졌기를 (바라다)

명령법단수 έ̔στακε

(너는) 졌어라

ἑστακέτω

(그는) 졌어라

쌍수 ἑστάκετον

(너희 둘은) 졌어라

ἑστακέτων

(그 둘은) 졌어라

복수 ἑστάκετε

(너희는) 졌어라

ἑστακόντων

(그들은) 졌어라

부정사 ἑστακέναι

졌는 것

분사 남성여성중성
ἑστακως

ἑστακοντος

ἑστακυῑα

ἑστακυῑᾱς

ἑστακον

ἑστακοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̔σταμαι

έ̔στασαι

έ̔σταται

쌍수 έ̔στασθον

έ̔στασθον

복수 ἑστάμεθα

έ̔στασθε

έ̔στανται

명령법단수 έ̔στασο

ἑστάσθω

쌍수 έ̔στασθον

ἑστάσθων

복수 έ̔στασθε

ἑστάσθων

부정사 έ̔στασθαι

분사 남성여성중성
ἑσταμενος

ἑσταμενου

ἑσταμενη

ἑσταμενης

ἑσταμενον

ἑσταμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου μετὰ σοῦ. εἰσελεύσῃ δὲ εἰσ τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ ἡ γυνή σου καὶ αἱ γυναῖκεσ τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 6:18)

    (70인역 성경, 창세기 6:18)

  • καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸσ ὑμᾶσ, καὶ οὐκ ἀποθανεῖται πᾶσα σὰρξ ἔτι ἀπὸ τοῦ ὕδατοσ τοῦ κατακλυσμοῦ, καὶ οὐκ ἔτι ἔσται κατακλυσμὸσ ὕδατοσ τοῦ καταφθεῖραι πᾶσαν τὴν γῆν. (Septuagint, Liber Genesis 9:11)

    (70인역 성경, 창세기 9:11)

  • καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματόσ σου μετά σέ, εἰσ τὰσ γενεὰσ αὐτῶν, εἰσ διαθήκην αἰώνιον, εἶναί σου Θεὸσ καὶ τοῦ σπέρματόσ σου μετὰ σέ. (Septuagint, Liber Genesis 17:7)

    (70인역 성경, 창세기 17:7)

  • εἶπε δὲ ὁ Θεὸσ πρὸσ Ἁβραὰμ. ναί. ἰδοὺ Σάρρα ἡ γυνή σου τέξεταί σοι υἱόν, καὶ καλέσεισ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσαάκ, καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸσ αὐτὸν εἰσ διαθήκην αἰώνιον, εἶναι αὐτῷ Θεὸσ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ̓ αὐτόν. (Septuagint, Liber Genesis 17:19)

    (70인역 성경, 창세기 17:19)

  • τὴν δὲ διαθήκην μου στήσω πρὸσ Ἰσαάκ, ὃν τέξεταί σοι Σάρρα εἰσ τὸν καιρὸν τοῦτον, ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ ἑτέρῳ. (Septuagint, Liber Genesis 17:21)

    (70인역 성경, 창세기 17:21)

  • εἶπε δὲ ὁ ἀνὴρ πρὸσ Ἰωάβ. καὶ ἐγώ εἰμι ἵστημι ἐπὶ τὰσ χεῖράσ μου χιλίουσ σίκλουσ ἀργυρίου, οὐ μὴ ἐπιβάλω τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέωσ, ὅτι ἐν τοῖσ ὠσὶν ἡμῶν ἐνετείλατο ὁ βασιλεύσ σοι καὶ τῷ Ἀβεσσὰ καὶ τῷ Ἐθθὶ λέγων. φυλάξατέ μοι τὸ παιδάριον τὸν Ἀβεσσαλὼμ (Septuagint, Liber II Samuelis 18:12)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 18:12)

  • καὶ ἔγραψεν Ἀντίοχοσ ὁ νεώτεροσ τῷ Ἰωνάθαν λέγων. ἵστημί σοι τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ καθίστημί σε ἐπὶ τῶν τεσσάρων νομῶν καὶ εἶναί σε τῶν φίλων τοῦ βασιλέωσ. (Septuagint, Liber Maccabees I 11:57)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 11:57)

  • νῦν οὖν ἵστημί σοι πάντα τὰ ἀφαιρέματα, ἃ ἀφῆκάν σοι οἱ πρὸ ἐμοῦ βασιλεῖσ καὶ ὅσα ἄλλα δόματα ἀφῆκάν σοι. (Septuagint, Liber Maccabees I 15:5)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 15:5)

유의어

  1. 지다

  2. 머무르다

  3. 흥분시키다

  4. 설치하다

  5. 설립하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION