헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταδέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταδέω καταδήσω

형태분석: κατα (접두사) + δέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 제한하다, 얽매이다, 튀다, 경계를 짓다, 억제하다, 튼튼히 묶다
  2. 묶다, 가두다, 얽다, 매다
  3. 멈추다, 억제하다, 정지시키다, 제지하다, 멈추게 하다
  1. to bind on or to, bind fast, having, bound, to bind to oneself
  2. to put in bonds, imprison, to bind
  3. to convict and condemn of
  4. to tie down, stop, check, stopped

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάδω

(나는) 제한한다

κατάδεις

(너는) 제한한다

κατάδει

(그는) 제한한다

쌍수 κατάδειτον

(너희 둘은) 제한한다

κατάδειτον

(그 둘은) 제한한다

복수 κατάδουμεν

(우리는) 제한한다

κατάδειτε

(너희는) 제한한다

κατάδουσιν*

(그들은) 제한한다

접속법단수 κατάδω

(나는) 제한하자

κατάδῃς

(너는) 제한하자

κατάδῃ

(그는) 제한하자

쌍수 κατάδητον

(너희 둘은) 제한하자

κατάδητον

(그 둘은) 제한하자

복수 κατάδωμεν

(우리는) 제한하자

κατάδητε

(너희는) 제한하자

κατάδωσιν*

(그들은) 제한하자

기원법단수 κατάδοιμι

(나는) 제한하기를 (바라다)

κατάδοις

(너는) 제한하기를 (바라다)

κατάδοι

(그는) 제한하기를 (바라다)

쌍수 κατάδοιτον

(너희 둘은) 제한하기를 (바라다)

καταδοίτην

(그 둘은) 제한하기를 (바라다)

복수 κατάδοιμεν

(우리는) 제한하기를 (바라다)

κατάδοιτε

(너희는) 제한하기를 (바라다)

κατάδοιεν

(그들은) 제한하기를 (바라다)

명령법단수 κατάδει

(너는) 제한해라

καταδεῖτω

(그는) 제한해라

쌍수 κατάδειτον

(너희 둘은) 제한해라

καταδεῖτων

(그 둘은) 제한해라

복수 κατάδειτε

(너희는) 제한해라

καταδοῦντων, καταδεῖτωσαν

(그들은) 제한해라

부정사 κατάδειν

제한하는 것

분사 남성여성중성
καταδων

καταδουντος

καταδουσα

καταδουσης

καταδουν

καταδουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάδουμαι

(나는) 제한된다

κατάδει, κατάδῃ

(너는) 제한된다

κατάδειται

(그는) 제한된다

쌍수 κατάδεισθον

(너희 둘은) 제한된다

κατάδεισθον

(그 둘은) 제한된다

복수 καταδοῦμεθα

(우리는) 제한된다

κατάδεισθε

(너희는) 제한된다

κατάδουνται

(그들은) 제한된다

접속법단수 κατάδωμαι

(나는) 제한되자

κατάδῃ

(너는) 제한되자

κατάδηται

(그는) 제한되자

쌍수 κατάδησθον

(너희 둘은) 제한되자

κατάδησθον

(그 둘은) 제한되자

복수 καταδώμεθα

(우리는) 제한되자

κατάδησθε

(너희는) 제한되자

κατάδωνται

(그들은) 제한되자

기원법단수 καταδοίμην

(나는) 제한되기를 (바라다)

κατάδοιο

(너는) 제한되기를 (바라다)

κατάδοιτο

(그는) 제한되기를 (바라다)

쌍수 κατάδοισθον

(너희 둘은) 제한되기를 (바라다)

καταδοίσθην

(그 둘은) 제한되기를 (바라다)

복수 καταδοίμεθα

(우리는) 제한되기를 (바라다)

κατάδοισθε

(너희는) 제한되기를 (바라다)

κατάδοιντο

(그들은) 제한되기를 (바라다)

명령법단수 κατάδου

(너는) 제한되어라

καταδεῖσθω

(그는) 제한되어라

쌍수 κατάδεισθον

(너희 둘은) 제한되어라

καταδεῖσθων

(그 둘은) 제한되어라

복수 κατάδεισθε

(너희는) 제한되어라

καταδεῖσθων, καταδεῖσθωσαν

(그들은) 제한되어라

부정사 κατάδεισθαι

제한되는 것

분사 남성여성중성
καταδουμενος

καταδουμενου

καταδουμενη

καταδουμενης

καταδουμενον

καταδουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδήσω

(나는) 제한하겠다

καταδήσεις

(너는) 제한하겠다

καταδήσει

(그는) 제한하겠다

쌍수 καταδήσετον

(너희 둘은) 제한하겠다

καταδήσετον

(그 둘은) 제한하겠다

복수 καταδήσομεν

(우리는) 제한하겠다

καταδήσετε

(너희는) 제한하겠다

καταδήσουσιν*

(그들은) 제한하겠다

기원법단수 καταδήσοιμι

(나는) 제한하겠기를 (바라다)

καταδήσοις

(너는) 제한하겠기를 (바라다)

καταδήσοι

(그는) 제한하겠기를 (바라다)

쌍수 καταδήσοιτον

(너희 둘은) 제한하겠기를 (바라다)

καταδησοίτην

(그 둘은) 제한하겠기를 (바라다)

복수 καταδήσοιμεν

(우리는) 제한하겠기를 (바라다)

καταδήσοιτε

(너희는) 제한하겠기를 (바라다)

καταδήσοιεν

(그들은) 제한하겠기를 (바라다)

부정사 καταδήσειν

제한할 것

분사 남성여성중성
καταδησων

καταδησοντος

καταδησουσα

καταδησουσης

καταδησον

καταδησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδήσομαι

(나는) 제한되겠다

καταδήσει, καταδήσῃ

(너는) 제한되겠다

καταδήσεται

(그는) 제한되겠다

쌍수 καταδήσεσθον

(너희 둘은) 제한되겠다

καταδήσεσθον

(그 둘은) 제한되겠다

복수 καταδησόμεθα

(우리는) 제한되겠다

καταδήσεσθε

(너희는) 제한되겠다

καταδήσονται

(그들은) 제한되겠다

기원법단수 καταδησοίμην

(나는) 제한되겠기를 (바라다)

καταδήσοιο

(너는) 제한되겠기를 (바라다)

καταδήσοιτο

(그는) 제한되겠기를 (바라다)

쌍수 καταδήσοισθον

(너희 둘은) 제한되겠기를 (바라다)

καταδησοίσθην

(그 둘은) 제한되겠기를 (바라다)

복수 καταδησοίμεθα

(우리는) 제한되겠기를 (바라다)

καταδήσοισθε

(너희는) 제한되겠기를 (바라다)

καταδήσοιντο

(그들은) 제한되겠기를 (바라다)

부정사 καταδήσεσθαι

제한될 것

분사 남성여성중성
καταδησομενος

καταδησομενου

καταδησομενη

καταδησομενης

καταδησομενον

καταδησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατε͂δουν

(나는) 제한하고 있었다

κατε͂δεις

(너는) 제한하고 있었다

κατε͂δειν*

(그는) 제한하고 있었다

쌍수 κατέδειτον

(너희 둘은) 제한하고 있었다

κατεδεῖτην

(그 둘은) 제한하고 있었다

복수 κατέδουμεν

(우리는) 제한하고 있었다

κατέδειτε

(너희는) 제한하고 있었다

κατε͂δουν

(그들은) 제한하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεδοῦμην

(나는) 제한되고 있었다

κατέδου

(너는) 제한되고 있었다

κατέδειτο

(그는) 제한되고 있었다

쌍수 κατέδεισθον

(너희 둘은) 제한되고 있었다

κατεδεῖσθην

(그 둘은) 제한되고 있었다

복수 κατεδοῦμεθα

(우리는) 제한되고 있었다

κατέδεισθε

(너희는) 제한되고 있었다

κατέδουντο

(그들은) 제한되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διόπερ καὶ τοῖσ Καρσὶ κατὰ τὸ παραπλήσιον ἔθοσ παρεκελεύσατο Ἀπόλλων στεφανώματι χρωμένοισ τῇ λύγῳ καταδεῖν τὴν ἑαυτῶν κεφαλὴν τοῖσ κλάδοισ οἷσ αὐτοὶ κατέλαβον τὴν θεόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 13 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 13 1:3)

  • Ὑποθεὶσ τὸ Ῥάμμα τῇ βελόνῃ τῇ τὸ κύαρ ἐχούσῃ, κατὰ τὸ ὀξὺ τῆσ ἄνω τάσιοσ τοῦ βλεφάρου ἐσ τὸ κάτω διακεντήσασ δίεσ, καὶ ἄλλο ὑποκάτω τούτου‧ ἀνατείνασ δὲ τὰ Ῥάμματα Ῥάψον καὶ κατάδει, ἑώσ ἂν ἀποπέσῃ‧ κἢν μὲν ἱκανῶσ ἔχῃ‧ εἰ δὲ μὴ, ἢν ἐλλείπῃ, ὀπίσω ποιέειν τὰ αὐτά. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 29.2)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 29.2)

  • Ἢν δὲ γένηται ὀδύνη καὶ μὴ φλεγμήνῃ, λίτρον ὀπτήσασ ἐρυθρὸν, καὶ τρίψασ λεῖον, καὶ στυπτηρίην, καὶ ἅλασ φώξασ, καὶ τρίψασ λείουσ, συμμίξαι ἴσον ἑκάστου‧ εἶτα πίσσῃ ξυμμίξασ ὡσ βελτίστη, ἐσ Ῥάκοσ ἐναλείψασ, ἐντιθέναι καὶ καταδεῖν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 10.1)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 10.1)

  • Ἢν δὲ μὴ ᾖ φύλλα καππάριοσ, τὸν φλοιὸν τῆσ Ῥίζησ κόψασ, φυρήσασ οἴνῳ μέλανι, τὸν αὐτὸν τρόπον καταδεῖν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 10.3)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 10.3)

  • ‐‐ Ἕτερον μὴ δάκνον‧ ὑὸσ στέαρ μόνον παλαιὸν ὑπαλείφειν, τήξασ αὐτὸ, ἄνωθεν δὲ τῆσ σκίλλησ τὴν Ῥίζαν διαιρῶν καὶ προστιθεὶσ καταδεῖν, τῇ δὲ ἑξῆσ ἐπαιονᾷν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 22.2)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 22.2)

유의어

  1. 제한하다

  2. to convict and condemn of

  3. 멈추다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION