Ancient Greek-English Dictionary Language

παρατυγχάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παρατυγχάνω παρατεύξομαι παρέτυχον

Structure: παρα (Prefix) + τυγχάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to happen to be near, be among, to be present at . .
  2. to happen to be present, to offer itself
  3. whoever chanced to be by, the first comer, any chance person, whatever turns up or chances, circumstances, it being in one's power, since it was in one's power

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρατυγχάνω παρατυγχάνεις παρατυγχάνει
Dual παρατυγχάνετον παρατυγχάνετον
Plural παρατυγχάνομεν παρατυγχάνετε παρατυγχάνουσιν*
SubjunctiveSingular παρατυγχάνω παρατυγχάνῃς παρατυγχάνῃ
Dual παρατυγχάνητον παρατυγχάνητον
Plural παρατυγχάνωμεν παρατυγχάνητε παρατυγχάνωσιν*
OptativeSingular παρατυγχάνοιμι παρατυγχάνοις παρατυγχάνοι
Dual παρατυγχάνοιτον παρατυγχανοίτην
Plural παρατυγχάνοιμεν παρατυγχάνοιτε παρατυγχάνοιεν
ImperativeSingular παρατύγχανε παρατυγχανέτω
Dual παρατυγχάνετον παρατυγχανέτων
Plural παρατυγχάνετε παρατυγχανόντων, παρατυγχανέτωσαν
Infinitive παρατυγχάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρατυγχανων παρατυγχανοντος παρατυγχανουσα παρατυγχανουσης παρατυγχανον παρατυγχανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρατυγχάνομαι παρατυγχάνει, παρατυγχάνῃ παρατυγχάνεται
Dual παρατυγχάνεσθον παρατυγχάνεσθον
Plural παρατυγχανόμεθα παρατυγχάνεσθε παρατυγχάνονται
SubjunctiveSingular παρατυγχάνωμαι παρατυγχάνῃ παρατυγχάνηται
Dual παρατυγχάνησθον παρατυγχάνησθον
Plural παρατυγχανώμεθα παρατυγχάνησθε παρατυγχάνωνται
OptativeSingular παρατυγχανοίμην παρατυγχάνοιο παρατυγχάνοιτο
Dual παρατυγχάνοισθον παρατυγχανοίσθην
Plural παρατυγχανοίμεθα παρατυγχάνοισθε παρατυγχάνοιντο
ImperativeSingular παρατυγχάνου παρατυγχανέσθω
Dual παρατυγχάνεσθον παρατυγχανέσθων
Plural παρατυγχάνεσθε παρατυγχανέσθων, παρατυγχανέσθωσαν
Infinitive παρατυγχάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρατυγχανομενος παρατυγχανομενου παρατυγχανομενη παρατυγχανομενης παρατυγχανομενον παρατυγχανομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to happen to be near

  2. to happen to be present

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION