Ancient Greek-English Dictionary Language

προτυγχάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προτυγχάνω προέτυχον

Structure: προ (Prefix) + τυγχάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to come before, the first thing that came to hand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προτυγχάνω προτυγχάνεις προτυγχάνει
Dual προτυγχάνετον προτυγχάνετον
Plural προτυγχάνομεν προτυγχάνετε προτυγχάνουσιν*
SubjunctiveSingular προτυγχάνω προτυγχάνῃς προτυγχάνῃ
Dual προτυγχάνητον προτυγχάνητον
Plural προτυγχάνωμεν προτυγχάνητε προτυγχάνωσιν*
OptativeSingular προτυγχάνοιμι προτυγχάνοις προτυγχάνοι
Dual προτυγχάνοιτον προτυγχανοίτην
Plural προτυγχάνοιμεν προτυγχάνοιτε προτυγχάνοιεν
ImperativeSingular προτύγχανε προτυγχανέτω
Dual προτυγχάνετον προτυγχανέτων
Plural προτυγχάνετε προτυγχανόντων, προτυγχανέτωσαν
Infinitive προτυγχάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προτυγχανων προτυγχανοντος προτυγχανουσα προτυγχανουσης προτυγχανον προτυγχανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προτυγχάνομαι προτυγχάνει, προτυγχάνῃ προτυγχάνεται
Dual προτυγχάνεσθον προτυγχάνεσθον
Plural προτυγχανόμεθα προτυγχάνεσθε προτυγχάνονται
SubjunctiveSingular προτυγχάνωμαι προτυγχάνῃ προτυγχάνηται
Dual προτυγχάνησθον προτυγχάνησθον
Plural προτυγχανώμεθα προτυγχάνησθε προτυγχάνωνται
OptativeSingular προτυγχανοίμην προτυγχάνοιο προτυγχάνοιτο
Dual προτυγχάνοισθον προτυγχανοίσθην
Plural προτυγχανοίμεθα προτυγχάνοισθε προτυγχάνοιντο
ImperativeSingular προτυγχάνου προτυγχανέσθω
Dual προτυγχάνεσθον προτυγχανέσθων
Plural προτυγχάνεσθε προτυγχανέσθων, προτυγχανέσθωσαν
Infinitive προτυγχάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προτυγχανομενος προτυγχανομενου προτυγχανομενη προτυγχανομενης προτυγχανομενον προτυγχανομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to come before

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION