παλαιός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παλαιός
παλαιά
παλαιόν
Structure:
παλαι
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- old, aged
- ancient, of times past
- time-honoured, venerable
- antiquated, outdated
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ λίθον ἕνα καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἀνὰ μέσον Μασσηφὰθ καὶ ἀνὰ μέσον τῆσ παλαιᾶσ καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀβενέζερ, Λίθοσ τοῦ βοηθοῦ, καὶ εἶπεν. ἕωσ ἐνταῦθα ἐβοήθησεν ἡμῖν Κύριοσ. (Septuagint, Liber I Samuelis 7:12)
- ἀνέχεται γὰρ τὰ τῶν ὀρέξεων πάθη ὑπὸ τοῦ σώφρονοσ νοὸσ ἀνακαμπτόμενα, καὶ φιμοῦται πάντα τὰ τοῦ σώματοσ κινήματα τοῦ λογισμοῦ.̀ρ̀νΤὸ βιβλίον «Μακκαβαίων Δ´», ὡσ «ἀπόκρυφον» δὲν συγκατελέχθη ὑπὸ τῆσ Ἐκκλησίασ μεταξὺ τῶν κανονικῶν βιβλίων τῆσ Παλαιᾶσ Διαθήκησ. Ἐν τούτοισ, λόγῳ τῆσ σπουδαιότητοσ τοῦ περιεχομένου αὐτοῦ καὶ τῆσ συμπεριλήψεώσ του εἰσ ἀρχαῖα χειρόγραφα τῆσ Μεταφράσεωσ τῶν Ἑβδομήκοντα , ἐκδίδεται συνήθωσ μετὰ τῶν ἄλλων βιβλίων τῶν Μακκαβαίων . (Septuagint, Liber Maccabees IV 1:34)
- δεδόχθαι τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ ξυλλεγῆναι μὲν ἐκκλησίαν ἐν τῷ Ὀλύμπῳ περὶ τροπὰσ χειμερινάσ, ἑλέσθαι δὲ ἐπιγνώμονασ τελείουσ θεοὺσ ἑπτά, τρεῖσ μὲν ἐκ τῆσ παλαιᾶσ βουλῆσ τῆσ ἐπὶ Κρόνου, τέτταρασ δὲ ἐκ τῶν δώδεκα, καὶ ἐν αὐτοῖσ τὸν Δία· (Lucian, Deorum concilium, (no name) 15:1)
- καὶ νεώσ ἐστιν ἐν αὐτῇ τοῦ Ἀχιλλέωσ, καὶ ξόανον τῆσ παλαιᾶσ ἐργασίασ. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 21 2:2)
- οἱο͂ν Ἄκανθον τουτονὶ καὶ Τιμοκράτη καὶ Λεωγόραν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, παλαιᾶσ συνηθείασ τῆσ πρὸσ αὐτοὺσ μνημονεύσασ. (Lucian, Phalaris, book 1 9:6)
- ἀλλ’ ὅμωσ οἱ μάταιοι καὶ βοῶσι καὶ μεταστειλάμενοί τινα θρήνων σοφιστὴν πολλὰσ συνειλοχότα παλαιὰσ συμφορὰσ τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ χορηγῷ τῆσ ἀνοίασ καταχρῶνται, ὅπη ἂν ἐκεῖνοσ ἐξάρχῃ πρὸσ τὸ μέλοσ ἐπαιάζοντεσ. (Lucian, (no name) 18:3)
Synonyms
-
old
- γηραιός (aged, in old age)
- γηροκόμος (tending old age)
- δηναιός (old, aged, ancient)
- τηλίκος (of such an age, so old or so young, so young)
- αἰώνιος (For an age)
- γηροβοσκός (feeding or tending in old age)
- ὑπέργηρως (exceeding old, of extreme age, extreme old age)
- πρέσβυς (elderly, aged, old man)
- ὀψίγονος (late-born, born in one's old age)
- ἡλίκος (as old as)
- πρεσβυτικός (like an old man, elderly, of age)
-
ancient