ὀρέγω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ὀρέγω
ὀρέξω
ὤρεξα
ὤρεγμαι
ὠρέχθην
Structure:
ὀρέγ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I reach, stretch, stretch out
- I reach out, hold out, hand, give
- (middle and passive), I stretch myself out, stretch forth my hand
- (with genitive) I reach at, reach out to; I aim at
- (with genitive) I yearn for
- (with accusative) I take
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- πῶσ οὖν οὐκ ἀχάριστοσ οὗτοσ καὶ ἔνοχοσ τοῖσ περὶ τῆσ κακώσεωσ νόμοισ, ὃσ τὴν μὲν νόμῳ γαμετὴν παρ’ ἧσ τοσαῦτα εἴληφεν καὶ δι’ ἣν ἔνδοξόσ ἐστιν οὕτωσ ἀτίμωσ ἀπέλιπεν, καινῶν δὲ ὠρέχθη πραγμάτων, καὶ ταῦτα νῦν ὁπότε μόνην ἐμὲ θαυμάζουσιν καὶ ἐπιγράφονται ἅπαντεσ προστάτιν ἑαυτῶν; (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 29:1)
- Συγγνώμη, ὦ Αἰᾶν, εἰ ἄνθρωποσ ὢν ὠρέχθη δόξησ ἡδίστου πράγματοσ, ὑπὲρ οὗ καὶ ἡμῶν ἕκαστοσ κινδύνουσ ὑπέμενεν, ἐπεὶ καὶ ἐκράτησέ σου καὶ ταῦτα ἐπὶ Τρωσὶ δικασταῖσ. (Lucian, Dialogi mortuorum, 4:3)
- μεγάλησ δὲ τυγχάνων ἀποδοχῆσ καὶ δυνάμενοσ παραλαβεῖν τὴν ἐπιμέλειαν τῶν βασιλέων διὰ τὴν τοῦ πλήθουσ εὔνοιαν τούτου μὲν οὐκ ὠρέχθη, τῷ δὲ Πίθωνι καὶ Ἀρριδαίῳ χάριτασ ὀφείλων συγκατεσκεύασε τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 36 6:2)
- πῶσ δὲ πλέων πάλιν καὶ εὑρὼν τοὺσ ἑσπερίουσ Αἰθίοπασ τοῖσ ἑῴοισ ὁμογλώττουσ οὐκ ὠρέχθη διανύσαι τὸν ἑξῆσ πλοῦν, οὕτω χαῦνοσ ὢν πρὸσ τὸ φιλέκδημον, μικρὸν ἔχειν ἐλπίσασ λοιπὸν τὸ ἄγνωστον, ἀλλ’ ἀφεὶσ ταῦτα τῆσ διὰ Βόγου ναυστολίασ ἐπεθύμησε; (Strabo, Geography, book 2, chapter 3 10:27)
- καταστρεψάμενοσ δὲ τἀκεῖ πάντα ὅσα ἦν ὑπὸ Πέρσαισ καὶ ἔτι πλείω, τότ’ ἤδη καὶ τῆσ Ἰνδικῆσ ὠρέχθη, λεγόντων μὲν περὶ αὐτῆσ πολλῶν οὐ σαφῶσ δέ. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 52:7)
Synonyms
-
I reach
-
I reach out
-
-
I reach at
-
I yearn for
-
I take
Derived
- ἐπορέγω (to hold out to, give yet more, to stretch oneself towards)
- προσορέγομαι (to stretch oneself towards, to be urgent with)