Ancient Greek-English Dictionary Language

λακτίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λακτίζω

Structure: λακτίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: la/c

Sense

  1. to kick with the heel or foot, kick at, spurn, lashing, "knocks at, to trample on, to kick at
  2. to kick, struggle, to kick

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λακτίζω λακτίζεις λακτίζει
Dual λακτίζετον λακτίζετον
Plural λακτίζομεν λακτίζετε λακτίζουσιν*
SubjunctiveSingular λακτίζω λακτίζῃς λακτίζῃ
Dual λακτίζητον λακτίζητον
Plural λακτίζωμεν λακτίζητε λακτίζωσιν*
OptativeSingular λακτίζοιμι λακτίζοις λακτίζοι
Dual λακτίζοιτον λακτιζοίτην
Plural λακτίζοιμεν λακτίζοιτε λακτίζοιεν
ImperativeSingular λάκτιζε λακτιζέτω
Dual λακτίζετον λακτιζέτων
Plural λακτίζετε λακτιζόντων, λακτιζέτωσαν
Infinitive λακτίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λακτιζων λακτιζοντος λακτιζουσα λακτιζουσης λακτιζον λακτιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λακτίζομαι λακτίζει, λακτίζῃ λακτίζεται
Dual λακτίζεσθον λακτίζεσθον
Plural λακτιζόμεθα λακτίζεσθε λακτίζονται
SubjunctiveSingular λακτίζωμαι λακτίζῃ λακτίζηται
Dual λακτίζησθον λακτίζησθον
Plural λακτιζώμεθα λακτίζησθε λακτίζωνται
OptativeSingular λακτιζοίμην λακτίζοιο λακτίζοιτο
Dual λακτίζοισθον λακτιζοίσθην
Plural λακτιζοίμεθα λακτίζοισθε λακτίζοιντο
ImperativeSingular λακτίζου λακτιζέσθω
Dual λακτίζεσθον λακτιζέσθων
Plural λακτίζεσθε λακτιζέσθων, λακτιζέσθωσαν
Infinitive λακτίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λακτιζομενος λακτιζομενου λακτιζομενη λακτιζομενης λακτιζομενον λακτιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οἱ δὲ ὀρθοστάδην κεκονιμένοι καὶ αὐτοὶ παίουσιν ἀλλήλουσ προσπεσόντεσ καὶ λακτίζουσιν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 3:1)
  • ἄλλοι δὲ ἀλλαχόθι πάντεσ ἐγκονοῦσι καὶ ἀναπηδῶσιν ὥσπερ θέοντεσ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μένοντεσ καὶ εἰσ τὸ ἄνω συναλλόμενοι λακτίζουσιν τὸν ἀέρα. (Lucian, Anacharsis, (no name) 4:1)
  • θύοιμ’ ἂν αὐτῷ μᾶλλον ἢ θυμούμενοσ πρὸσ κέντρα λακτίζοιμι θνητὸσ ὢν θεῷ. (Euripides, episode, trochees 10:13)
  • κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests2)
  • πρὸσ κέντρα μὴ λάκτιζε, μὴ παίσασ μογῇσ. (Aeschylus, Agamemnon, episode 2:5)
  • ἄν μοι λέγῃσ ὅτι "μεγάλα λακτίζω", ἐρῶ σοι κἀγὼ ὅτι "ἐπὶ ὄνου ἔργῳ μέγα φρονεῖσ". (Epictetus, Works, book 3, 14:2)

Synonyms

  1. to kick

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION