ὀφθαλμός?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: ophthalmos
고전 발음: [옵탈모스]
신약 발음: [옵탈모스]
기본형:
ὀφθαλμός
ὀφθαλμοῦ
형태분석:
ὀφθαλμ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: from ΟΠ, Root of ὄψομαι, ὀφθῆναι
뜻
- 눈, 눈꺼풀
- 풍경, 광경
- 이해, 이유
- eye
- sight
- understanding
- that which is dearest or best
- the bud of a plant (such as the eye of a potato)
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὁ ἁπαλὸς ὁ ἐν σοὶ καὶ ὁ τρυφερὸς σφόδρα βασκανεῖ τῷ ὀφθαλμῷ τὸν ἀδελφὸν καὶ τὴν γυναῖκα τὴν ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ καὶ τὰ καταλελειμμένα τέκνα, ἃ ἂν καταλειφθῇ αὐτῷ, (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:54)
(70인역 성경, 신명기 28:54)
- καὶ ἡ ἁπαλὴ ἐν ὑμῖν καὶ ἡ τρυφερά, ἧς οὐχὶ πεῖραν ἔλαβεν ὁ ποὺς αὐτῆς βαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς διὰ τὴν τρυφερότητα καὶ διὰ τὴν ἁπαλότητα, βασκανεῖ τῷ ὀφθαλμῷ αὐτῆς τὸν ἄνδρα αὐτῆς τὸν ἐν κόλπῳ αὐτῆς καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὴν θυγατέρα αὐτῆς (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:56)
(70인역 성경, 신명기 28:56)
- ἱνατί ἐπέβλεψας ἐπὶ τὸ θυμίαμά μου καὶ εἰς τὴν θυσίαν μου ἀναιδεῖ ὀφθαλμῷ καὶ ἐδόξασας τοὺς υἱούς σου ὑπὲρ ἐμὲ ἐνευλογεῖσθαι ἀπαρχῆς πάσης θυσίας τοῦ Ἰσραὴλ ἔμπροσθέν μου; (Septuagint, Liber I Samuelis 2:29)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 2:29)
- τὸν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον. ὑπερηφάνῳ ὀφθαλμῷ καὶ ἀπλήστῳ καρδίᾳ, τούτῳ οὐ συνήσθιον. (Septuagint, Liber Psalmorum 100:5)
(70인역 성경, 시편 100:5)
- εἰ ἐξέκλινεν ὁ πούς μου ἐκ τῆς ὁδοῦ, εἰ δὲ καὶ τῷ ὀφθαλμῷ ἐπηκολούθησεν ἡ καρδία μου, εἰ δὲ καὶ ταῖς χερσί μου ἡψάμην δώρων, (Septuagint, Liber Iob 31:7)
(70인역 성경, 욥기 31:7)
유의어
-
눈
-
풍경
-
이해
- νόημα (마음, 이해, 정신)
- φραδή (지식, 이해, 학문)
- σύνεσις (이해, 지능, 총명)
- νόησις (이해, 지능, 총명)
- διάνοια (이해, 지능, 총명)
- πινυτή (지혜, 이해, 지식)
-
the bud of a plant