헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρύπημα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τρύπημα τρύπηματος

형태분석: τρυπηματ (어간)

어원: trupa/w

  1. 구멍, 눈, 구무
  1. a hole, the eye

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τρύπημα

구멍이

τρυπήματε

구멍들이

τρυπήματα

구멍들이

속격 τρυπήματος

구멍의

τρυπημάτοιν

구멍들의

τρυπημάτων

구멍들의

여격 τρυπήματι

구멍에게

τρυπημάτοιν

구멍들에게

τρυπήμασιν*

구멍들에게

대격 τρύπημα

구멍을

τρυπήματε

구멍들을

τρυπήματα

구멍들을

호격 τρύπημα

구멍아

τρυπήματε

구멍들아

τρυπήματα

구멍들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • προβεβούλευται γάρ, ὅπωσ ἂν μηδεμιᾶσ ᾖ τρύπημα κενόν· (Aristophanes, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme 1:25)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme 1:25)

  • ἔγωγε νὴ Δία, ἵνα μή γ’ ἁλῶ τρύπημα κλέπτων τῆσ νεώσ. (Aristophanes, Peace, Episode 1:6)

    (아리스토파네스, Peace, Episode 1:6)

  • πάντεσ δ’ ἐπειδὰν ὦσι διεψηφισμένοι, λαβόντεσ οἱ ὑπηρέται τὸν ἀμφορέα τὸν κύριον, ἐξερῶσι ἐπὶ ἄβακα τρυπήματα ἔχοντα ὅσαιπερ εἰσὶν αἱ ψῆφοι, ἵν’ αὗται φανεραὶ προκείμεναι καὶ εὐαρίθμητοι ὦσιν, καὶ τὰ τρυπητὰ καὶ τὰ πλήρη δῆλα τοῖσ ἀντιδίκοισ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 69 1:1)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 69 1:1)

  • ὄντωσ μυρμήκων τρυπήματα λοξὰ καὶ ὀρθά, γράμματα τῶν λυρικῶν Λύδια καὶ Φρύγια. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 782)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 782)

유의어

  1. 구멍

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION