- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρυμαλιά?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: trymalia 고전 발음: [뤼말리아] 신약 발음: [뤼말리아]

기본형: τρυμαλιά

형태분석: τρυμαλι (어간) + α (어미)

어원: τρύω

  1. 구멍, 눈, 구무
  1. a hole, the eye

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τρυμαλιά

구멍이

τρυμαλιά

구멍들이

τρυμαλιαί

구멍들이

속격 τρυμαλιᾶς

구멍의

τρυμαλιαῖν

구멍들의

τρυμαλιῶν

구멍들의

여격 τρυμαλιᾷ

구멍에게

τρυμαλιαῖν

구멍들에게

τρυμαλιαῖς

구멍들에게

대격 τρυμαλιάν

구멍을

τρυμαλιά

구멍들을

τρυμαλιάς

구멍들을

호격 τρυμαλιά

구멍아

τρυμαλιά

구멍들아

τρυμαλιαί

구멍들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς κνήμην ἐπὶ μηρὸν πληγὴν μεγάλην. καὶ κατέβη καὶ ἐκάθισεν ἐν τρυμαλιᾷ τῆς πέτρας Ἠτάμ. (Septuagint, Liber Iudicum 15:8)

    (70인역 성경, 판관기 15:8)

  • λαβὲ τὸ περίζωμα τὸ περὶ τὴν ὀσφύν σου καὶ ἀνάστηθι καὶ βάδισον ἐπὶ τὸν Εὐφράτην καὶ κατάκρυψον αὐτὸ ἐκεῖ ἐν τῇ τρυμαλιᾷ τῆς πέτρας. (Septuagint, Liber Ieremiae 13:4)

    (70인역 성경, 예레미야서 13:4)

  • ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τοὺς ἁλιεῖς τοὺς πολλούς, λέγει Κύριος, καὶ ἁλιεύσουσιν αὐτούς. καὶ μετὰ ταῦτα ἀποστελῶ τοὺς πολλοὺς θηρευτάς, καὶ θηρεύσουσιν αὐτοὺς ἐπάνω παντὸς ὄρους καὶ ἐπάνω παντὸς βουνοῦ καὶ ἐκ τῶν τρυμαλιῶν τῶν πετρῶν. (Septuagint, Liber Ieremiae 16:16)

    (70인역 성경, 예레미야서 16:16)

  • εὐκοπώτερόν ἐστιν κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελθεῖν. (, chapter 10 28:1)

    (, chapter 10 28:1)

유의어

  1. 구멍

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION