- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὔθηρος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: euthēros 고전 발음: [테:로] 신약 발음: [테로]

기본형: εὔθηρος εὔθηρον

형태분석: εὐθηρ (어간) + ος (어미)

어원: θήρα

  1. lucky or successful in the chase, successful sport, unerring
  2. abounding in game, good for hunting

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὔθηρος

(이)가

εὔθηρον

(것)가

속격 εὐθήρου

(이)의

εὐθήρου

(것)의

여격 εὐθήρῳ

(이)에게

εὐθήρῳ

(것)에게

대격 εὔθηρον

(이)를

εὔθηρον

(것)를

호격 εὔθηρε

(이)야

εὔθηρον

(것)야

쌍수주/대/호 εὐθήρω

(이)들이

εὐθήρω

(것)들이

속/여 εὐθήροιν

(이)들의

εὐθήροιν

(것)들의

복수주격 εὔθηροι

(이)들이

εὔθηρα

(것)들이

속격 εὐθήρων

(이)들의

εὐθήρων

(것)들의

여격 εὐθήροις

(이)들에게

εὐθήροις

(것)들에게

대격 εὐθήρους

(이)들을

εὔθηρα

(것)들을

호격 εὔθηροι

(이)들아

εὔθηρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βριθὺ μὲν ἀγραύλων τόδε δίκτυον ἄνθετο θηρῶν Δᾶμις, καὶ Πίγρης πτηνολέτιν νεφέλην, ἁπλότατον δ ἁλὶ τοῦτο μιτορραφὲς ἀμφίβληστρον Κλείτωρ εὐθήρῳ Πανὶ προσευξάμενοι. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1851)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 1851)

  • σὺ δ εὐθήρου τοῦδ ὑπέρισχε ῥίου, εὖτε κατ εἰνοσίφυλλον ὄρος ποσί, πότνια, βαίνεις, δεινὸν μαιμώσαις ἐγκονέουσα κυσίν. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 2681)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 2681)

  • εἴθε παῖς ἐμὸς εὔθηρος εἰή, μητρὸς εἰκασθεὶς τρόποις, ὅτ ἐν νεανίαισι Θηβαίοις ἅμα θηρῶν ὀριγνῷτ: (Euripides, episode 3:6)

    (에우리피데스, episode 3:6)

  • μόνον δὲ Αἰγαῖον οὐδὲ ἀτρύγετον ἔξεστιν εἰπεῖν, οὐ γὰρ γυμνὸς οὐδὲ ἄκαρπός ἐστιν, ἀλλὰ διαφερόντως μὲν εὐοίνος, εὔφορος καὶ σίτου καὶ πάντων ὁπόσα ὡρ῀αι φύουσιν, εὐίχθυς δὲ καὶ εὔθηρος οἱάν μάλιστα Ὅμηρος εἶναι ἔφη τὴν τῶν εὐδαιμόνων δεῖν θάλατταν, χρείας πάσας καὶ πάσας ἡδονὰς καὶ θεάματα ἔχων, μεστὸς μὲν λιμένων, μεστὸς δὲ ἱερῶν, μεστὸς δ αὐλῶν καὶ παιάνων καὶ πηγῶν καὶ ποταμῶν, Διονύσου μὲν τροφεὺς ὢν, Διοσκούροις δὲ καὶ Νύμφαις ὁμοίως κεχαρισμένος: (Aristides, Aelius, Orationes, 5:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 5:3)

유의어

  1. lucky or successful in the chase

  2. abounding in game

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION