λάρυγξ?
3군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: larynx
고전 발음: [라륑크스]
신약 발음: [라륑크스]
기본형:
λάρυγξ
λάρυγγος
형태분석:
λαρυγγ
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 기관, 숨구멍
- 목구멍, 목, 식도
- larynx, upper part of windpipe
- windpipe
- gullet, throat
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαία. τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν. (Septuagint, Liber Psalmorum 5:10)
(70인역 성경, 시편 5:10)
- τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραήλ; ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ.
τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν. ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν. οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 13:7)
(70인역 성경, 시편 13:7)
- ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 68:4)
(70인역 성경, 시편 68:4)
- χεῖρας ἔχουσι, καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδας ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 113:15)
(70인역 성경, 시편 113:15)
- αἱ ὑψώσεις τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν, καὶ ῥομφαῖαι δίστομοι ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν (Septuagint, Liber Psalmorum 149:6)
(70인역 성경, 시편 149:6)
- οὐ γάρ ἐστιν ἐν γλώσσῃ μου ἄδικον. ἢ ὁ λάρυγξ μου οὐχὶ σύνεσιν μελετᾷ; (Septuagint, Liber Iob 6:30)
(70인역 성경, 욥기 6:30)
- οὖς μὲν γὰρ ρήματα διακρίνει, λάρυγξ δὲ σῖτα γεύεται. (Septuagint, Liber Iob 12:11)
(70인역 성경, 욥기 12:11)
유의어
-
기관
-
목구멍
- λαιμός (목구멍, 목, 식도)
- στόμαχος (목구멍, 목, 식도)
- ἀσφάραγος (목구멍, 목, 식도)
- βρόχθος (목, 목구멍)
- λαυκανίη (목, 목구멍)
- σφαγή (목, 목구멍)
- φάρυγξ (목, 목구멍)