- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περίσσευμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: perisseuma 고전 발음: [뻬리세] 신약 발음: [빼리세]

기본형: περίσσευμα

형태분석: περισσευματ (어간)

  1. 풍부, 충만, 사치
  1. that which remains over, abundance

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου. ὡς συνάντημα τοῦ ἄφρονος καί γε ἐμοὶ συναντήσεταί μοι, καὶ ἱνατί ἐσοφισάμην ἐγώ; τότε περισσὸν ἐλάλησα ἐν καρδίᾳ μου, διότι ὁ ἄφρων ἐκ περισσεύματος λαλεῖ, ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 2:15)

    (70인역 성경, 코헬렛 2:15)

  • ἔστι δὲ τὰ ὄσπρια πνευματώδη καὶ περίσσευμα ποιεῖ πολλῆς καθάρσεως δεόμενον. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 95 2:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 95 2:2)

  • ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. (, chapter 11 71:2)

    (, chapter 11 71:2)

  • καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων ἑπτὰ σφυρίδας. (, chapter 8 9:1)

    (, chapter 8 9:1)

  • ἐκ γὰρ περισσεύματος καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ. (, chapter 3 267:2)

    (, chapter 3 267:2)

  • ἀλλ ἐξ ἰσότητος ἐν τῷ νῦν καιρῷ τὸ ὑμῶν περίσσευμα εἰς τὸ ἐκείνων ὑστέρημα, ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης: (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 33:1)

    (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 33:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION