헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατάκριμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατάκριμα κατάκριματος

형태분석: κατακριματ (어간)

어원: from katakri/_nw

  1. 판단, 판결, 의견
  1. condemnation, judgment

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κατάκριμα

판단이

κατακρίματε

판단들이

κατακρίματα

판단들이

속격 κατακρίματος

판단의

κατακριμάτοιν

판단들의

κατακριμάτων

판단들의

여격 κατακρίματι

판단에게

κατακριμάτοιν

판단들에게

κατακρίμασιν*

판단들에게

대격 κατάκριμα

판단을

κατακρίματε

판단들을

κατακρίματα

판단들을

호격 κατάκριμα

판단아

κατακρίματε

판단들아

κατακρίματα

판단들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μετ’ οὐ πολὺ δὲ οἱ δήμαρχοι Καμίλλῳ φθονήσαντεσ ἐκκλησίαν κατ’ αὐτοῦ συνήγαγον καὶ ἐζημίωσαν αὐτὸν δέκα μυριάσιν ἀσσαρίων, οὐκ ἀγνοοῦντεσ, ὅτι πολλοστόν τι μέροσ ὁ βίοσ ἦν αὐτῷ τοῦ κατακρίματοσ, ἀλλ’ ἵν’ ἀπαχθεὶσ εἰσ τὸ δεσμωτήριον ὑπὸ τῶν δημάρχων ἀσχημονήσῃ ὁ τοὺσ ἐπιφανεστάτουσ κατορθώσασ πολέμουσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 13, chapter 5 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 13, chapter 5 2:1)

  • ὑμῶν τ’ ὦ βουλή, τὸ παράλογον τῆσ γνώμησ τεθαύμακα, ὅτι οὐκ ἐπιτρέψαντεσ αὐτῷ, ὅτε οὔπω φανερὸσ ἦν πολέμιοσ, χρεῶν ἀποκοπὰσ καὶ κατακριμάτων ἀφέσεισ αἰτουμένῳ, νῦν ἐπεὶ ἐν τοῖσ ὅπλοισ ἐστὶ καὶ τὰ πολεμίων δρᾷ, ταῦτ’ εἰ συγχωρήσετε βουλεύεσθε καὶ ὅ τι κἂν ἄλλο τι αὐτῷ δοκῇ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 61 3:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 61 3:2)

  • τὸ μὲν γὰρ κρίμα ἐξ ἑνὸσ εἰσ κατάκριμα, τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων εἰσ δικαίωμα. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 149:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 149:1)

  • Ἄρα οὖν ὡσ δι’ ἑνὸσ παραπτώματοσ εἰσ πάντασ ἀνθρώπουσ εἰσ κατάκριμα, οὕτωσ καὶ δι’ ἑνὸσ δικαιώματοσ εἰσ πάντασ ἀνθρώπουσ εἰσ δικαίωσιν ζωῆσ· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 151:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 151:1)

  • Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖσ ἐν Χριστῷ Ιἠσοῦ· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 208:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 208:1)

유의어

  1. 판단

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION