헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λάρυγξ

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λάρυγξ λάρυγγος

형태분석: λαρυγγ (어간) + ς (어미)

  1. 기관, 숨구멍
  2. 목구멍, 목, 식도
  1. larynx, upper part of windpipe
  2. windpipe
  3. gullet, throat

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαία. τάφοσ ἀνεῳγμένοσ ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖσ γλώσσαισ αὐτῶν ἐδολιοῦσαν. (Septuagint, Liber Psalmorum 5:10)

    (70인역 성경, 시편 5:10)

  • τίσ δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραήλ̣ ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ. ̀ρ̀ντάφοσ ἀνεῳγμένοσ ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖσ γλώσσαισ αὑτῶν ἐδολιοῦσαν. ἰὸσ ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶσ καὶ πικρίασ γέμει, ὀξεῖσ οἱ πόδεσ αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖσ ὁδοῖσ αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνησ οὐκ ἔγνωσαν. οὐκ ἔστι φόβοσ Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 13:7)

    (70인역 성경, 시편 13:7)

  • ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 68:4)

    (70인역 성경, 시편 68:4)

  • χεῖρασ ἔχουσι, καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδασ ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 113:15)

    (70인역 성경, 시편 113:15)

  • αἱ ὑψώσεισ τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν, καὶ ῥομφαῖαι δίστομοι ἐν ταῖσ χερσὶν αὐτῶν (Septuagint, Liber Psalmorum 149:6)

    (70인역 성경, 시편 149:6)

  • οὐ γάρ ἐστιν ἐν γλώσσῃ μου ἄδικον. ἢ ὁ λάρυγξ μου οὐχὶ σύνεσιν μελετᾷ̣ (Septuagint, Liber Iob 6:30)

    (70인역 성경, 욥기 6:30)

  • οὖσ μὲν γὰρ ρήματα διακρίνει, λάρυγξ δὲ σῖτα γεύεται. (Septuagint, Liber Iob 12:11)

    (70인역 성경, 욥기 12:11)

유의어

  1. 기관

  2. 목구멍

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION