헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτωχεία

1군 변화 명사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πτωχεία

  1. beggary, mendacity

예문

  • ὅτι ἐξέλιπεν ἐν ὀδύνῃ ἡ ζωή μου καὶ τὰ ἔτη μου ἐν στεναγμοῖσ. ἠσθένησεν ἐν πτωχείᾳ ἡ ἰσχύσ μου, καὶ τὰ ὀστᾶ μου ἐταράχθησαν. (Septuagint, Liber Psalmorum 30:11)

    (70인역 성경, 시편 30:11)

  • καθημένουσ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου, πεπεδημένουσ ἐν πτωχείᾳ καὶ σιδήρῳ, (Septuagint, Liber Psalmorum 106:10)

    (70인역 성경, 시편 106:10)

  • ὁ δεδοξασμένοσ ἐν πτωχείᾳ, καὶ ἐν πλούτῳ ποσαχῶσ̣ καὶ ὁ ἄδοξοσ ἐν πλούτῳ, καὶ ἐν πτωχείᾳ ποσαχῶσ̣ (Septuagint, Liber Sirach 10:30)

    (70인역 성경, Liber Sirach 10:30)

  • ἔστι νωθρὸσ καὶ προσδεόμενοσ ἀντιλήψεωσ, ὑστερῶν ἰσχύϊ καὶ πτωχείᾳ περισσεύει. καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπέβλεψαν αὐτῷ εἰσ ἀγαθά, καὶ ἀνώρθωσεν αὐτὸν ἐκ ταπεινώσεωσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 11:12)

    (70인역 성경, Liber Sirach 11:12)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION