헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀφθαλμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀφθαλμός ὀφθαλμοῦ

형태분석: ὀφθαλμ (어간) + ος (어미)

어원: from OP, Root of o)/yomai, o)fqh=nai

  1. 눈, 눈꺼풀
  2. 풍경, 광경
  3. 이해, 이유
  1. eye
  2. sight
  3. understanding
  4. that which is dearest or best
  5. the bud of a plant (such as the eye of a potato)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὀφθαλμός

눈이

ὀφθαλμώ

눈들이

ὀφθαλμοί

눈들이

속격 ὀφθαλμοῦ

눈의

ὀφθαλμοῖν

눈들의

ὀφθαλμῶν

눈들의

여격 ὀφθαλμῷ

눈에게

ὀφθαλμοῖν

눈들에게

ὀφθαλμοῖς

눈들에게

대격 ὀφθαλμόν

눈을

ὀφθαλμώ

눈들을

ὀφθαλμούς

눈들을

호격 ὀφθαλμέ

눈아

ὀφθαλμώ

눈들아

ὀφθαλμοί

눈들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐπάρασ Λὼτ τοὺσ ὀφθαλμοὺσ αὐτοῦ, ἐπεῖδε πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, ὅτι πᾶσα ἦν ποτιζομένη πρὸ τοῦ καταστρέψαι τὸν Θεὸν Σόδομα καὶ Γόμορρα, ὡσ ὁ παράδεισοσ τοῦ Θεοῦ καὶ ὡσ ἡ γῆ Αἰγύπτου, ἕωσ ἐλθεῖν εἰσ Ζόγορα. (Septuagint, Liber Genesis 13:10)

    (70인역 성경, 창세기 13:10)

  • καὶ ἀνέῳξεν ὁ Θεὸσ τοὺσ ὀφθαλμοὺσ αὐτῆσ, καὶ εἶδε φρέαρ ὕδατοσ ζῶντοσ καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔπλησε τὸν ἀσκὸν ὕδατοσ καὶ ἐπότισε τὸ παιδίον. (Septuagint, Liber Genesis 21:19)

    (70인역 성경, 창세기 21:19)

  • καὶ ἐγένετο μετὰ τὰ ρήματα ταῦτα καὶ ἐπέβαλεν ἡ γυνὴ τοῦ κυρίου αὐτοῦ τοὺσ ὀφθαλμοὺσ αὐτῆσ ἐπὶ Ἰωσὴφ καὶ εἶπε. κοιμήθητι μετ̓ ἐμοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 39:7)

    (70인역 성경, 창세기 39:7)

  • καὶ ἐγὼ καταβήσομαι μετὰ σοῦ εἰσ Αἴγυπτον, καὶ ἐγὼ ἀναβιβάσω σε εἰσ τέλοσ, καὶ Ἰωσὴφ ἐπιβαλεῖ τὰσ χεῖρασ αὐτοῦ ἐπὶ τοὺσ ὀφθαλμούσ σου. (Septuagint, Liber Genesis 46:4)

    (70인역 성경, 창세기 46:4)

  • καὶ δῶρα οὐ λήψῃ. τὰ γὰρ δῶρα ἐκτυφλοῖ ὀφθαλμοὺσ βλεπόντων καὶ λυμαίνεται ρήματα δίκαια. (Septuagint, Liber Exodus 23:8)

    (70인역 성경, 탈출기 23:8)

유의어

  1. 풍경

  2. 이해

  3. the bud of a plant

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION