λείπω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
λείπω
λείψω
ἔλιπον
λέλοιπα
λέλειμμαι
ἐλείφθην
Structure:
λείπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: from Root LIP
Sense
- I leave
- I leave alone, release
- (passive) I am left, remain, survive
- (intransitive) I leave, depart, disappear
- I desert, fail
- I lack, fall short, fail
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- δημόσια μὲν τοίνυν οἰκοδομήματα καὶ κάλλη τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα κατεσκεύασαν ἡμῖν ἱερῶν καὶ τῶν ἐν τούτοισ ἀναθημάτων, ὥστε μηδενὶ τῶν ἐπιγιγνομένων ὑπερβολὴν λειφθῆναι. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 21 1:8)
- τὸ δὲ πατρῷον γένοσ οἱ διὰ τὸν Καίσαροσ φόνον ἔχθραν τινὰ καὶ δυσμένειαν ἀποδεικνύμενοι πρὸσ Βροῦτον οὔ φασιν εἰσ τὸν ἐκβαλόντα Ταρκυνίουσ ἀνήκειν οὐδὲν γὰρ ἐκείνῳ λειφθῆναι γένοσ ἀνελόντι τοὺσ υἱούσ, ἀλλὰ δημότην τοῦτον, οἰκονόμου υἱὸν ὄντα Βρούτου, ἄρτι καὶ πρῴην εἰσ ἄρχοντα προελθεῖν. (Plutarch, Brutus, chapter 1 4:2)
- Ποσειδώνιοσ δ’ ὁ φιλόσοφοσ τοὺσ μέν ἐνηλίκουσ φησὶν ἀπολέσθαι τοῦ Βρούτου παῖδασ ὡσ ἱστόρηται, τρίτον δὲ λειφθῆναι νήπιον, ἀφ’ οὗ τὸ γένοσ ὡρμῆσθαι καὶ τῶν γε καθ’ αὑτὸν ἐκ τῆσ οἰκίασ γεγονότων ἐπιφανῶν ἀνδρῶν ἀναφέρειν ἐνίουσ πρὸσ τὸν ἀνδριάντα τοῦ Βρούτου τὴν ὁμοιότητα τῆσ ἰδέασ, περὶ μέν οὖν τούτων τοσαῦτα. (Plutarch, Brutus, chapter 1 5:1)
- μή σοι δοκοῦμεν τῇδε λειφθῆναι μάχῃ; (Aeschylus, Persians, episode 1:8)
- τοιγάρτοι διέμειναν ἐν πολλαῖσ γενεαῖσ οὐδὲν διαφέρουσαι συγγενικῶν ἀναγκαιοτήτων αἱ τῶν πελατῶν τε καὶ προστατῶν συζυγίαι παισὶ παίδων συνιστάμεναι, καὶ μέγασ ἔπαινοσ ἦν τοῖσ ἐκ τῶν ἐπιφανῶν οἴκων ὡσ πλείστουσ πελάτασ ἔχειν τάσ τε προγονικὰσ φυλάττουσι διαδοχὰσ τῶν πατρωνειῶν καὶ διὰ τῆσ ἑαυτῶν ἀρετῆσ ἄλλασ ἐπικτωμένοισ, ὅ τε ἀγὼν τῆσ εὐνοίασ ὑπὲρ τοῦ μὴ λειφθῆναι τῆσ ἀλλήλων χάριτοσ ἔκτοποσ ἡλίκοσ ἀμφοτέροισ ἦν τῶν μὲν πελατῶν ἅπαντα τοῖσ προστάταισ ἀξιούντων ὡσ δυνάμεωσ εἶχον ὑπηρετεῖν, τῶν δὲ πατρικίων ἥκιστα βουλομένων τοῖσ πελάταισ ἐνοχλεῖν χρηματικήν τε οὐδεμίαν δωρεὰν προσιεμένων· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 10 6:1)
Synonyms
-
I leave
-
I am left
-
I desert
-
I lack
- ἐλλείπω (to fall short, fail, deficiency)
- ἐπιδεύομαι (to be lacking in, fall short of, fallest short)
- ἐλλείπω (to be in want of, fall short of, lack)
- ἀποδέω (to be in want of, lack, lacking)
- χατίζω (to lack, be without, to fail)
Derived
- ἀπολείπω (to leave over or behind, to leave behind one, to leave hold of)
- διαλείπω (to leave an interval between, a gap had been left, having left an interval of)
- ἐγκαταλείπω (to leave behind, to leave in the lurch, to leave out)
- ἐκλείπω (I leave out, pass over, I forsake)
- ἐλλείπω (to leave in, leave behind, to leave out)
- ἐπιλείπω (to leave behind, to leave untouched, to fail)
- καταλείπω (to leave behind, to leave as an inheritance, to leave in a certain state)
- παρακαταλείπω (to leave with)
- παραλείπω (I pass over, pass by, I leave out)
- περιλείπομαι (to be left remaining, remain over, survive)
- προαπολείπω (to fail before, in comparison of)
- προλείπω (to go forth and leave, to leave behind, forsake)
- προσκαταλείπω (to leave besides as a legacy, to lose besides)
- προσλείπω (to be lacking)
- συγκαταλείπω (to leave together, to leave a joint)
- ὑπολείπω (to leave remaining, to fail, to be left remaining)