Ancient Greek-English Dictionary Language

αὐτομολέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: αὐτομολέω

Structure: αὐτομολέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: From au)to/molos

Sense

  1. to desert

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular αὐτομολῶ αὐτομολεῖς αὐτομολεῖ
Dual αὐτομολεῖτον αὐτομολεῖτον
Plural αὐτομολοῦμεν αὐτομολεῖτε αὐτομολοῦσιν*
SubjunctiveSingular αὐτομολῶ αὐτομολῇς αὐτομολῇ
Dual αὐτομολῆτον αὐτομολῆτον
Plural αὐτομολῶμεν αὐτομολῆτε αὐτομολῶσιν*
OptativeSingular αὐτομολοῖμι αὐτομολοῖς αὐτομολοῖ
Dual αὐτομολοῖτον αὐτομολοίτην
Plural αὐτομολοῖμεν αὐτομολοῖτε αὐτομολοῖεν
ImperativeSingular αὐτομόλει αὐτομολείτω
Dual αὐτομολεῖτον αὐτομολείτων
Plural αὐτομολεῖτε αὐτομολούντων, αὐτομολείτωσαν
Infinitive αὐτομολεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
αὐτομολων αὐτομολουντος αὐτομολουσα αὐτομολουσης αὐτομολουν αὐτομολουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular αὐτομολοῦμαι αὐτομολεῖ, αὐτομολῇ αὐτομολεῖται
Dual αὐτομολεῖσθον αὐτομολεῖσθον
Plural αὐτομολούμεθα αὐτομολεῖσθε αὐτομολοῦνται
SubjunctiveSingular αὐτομολῶμαι αὐτομολῇ αὐτομολῆται
Dual αὐτομολῆσθον αὐτομολῆσθον
Plural αὐτομολώμεθα αὐτομολῆσθε αὐτομολῶνται
OptativeSingular αὐτομολοίμην αὐτομολοῖο αὐτομολοῖτο
Dual αὐτομολοῖσθον αὐτομολοίσθην
Plural αὐτομολοίμεθα αὐτομολοῖσθε αὐτομολοῖντο
ImperativeSingular αὐτομολοῦ αὐτομολείσθω
Dual αὐτομολεῖσθον αὐτομολείσθων
Plural αὐτομολεῖσθε αὐτομολείσθων, αὐτομολείσθωσαν
Infinitive αὐτομολεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
αὐτομολουμενος αὐτομολουμενου αὐτομολουμενη αὐτομολουμενης αὐτομολουμενον αὐτομολουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Σαοὺλ ἐπὶ Ἰωνάθαν σφόδρα καὶ εἶπεν αὐτῷ. υἱὲ κορασίων αὐτομολούντων, οὐ γὰρ οἶδα ὅτι μέτοχοσ εἶ σὺ τῷ υἱῷ Ἰεσσαὶ εἰσ αἰσχύνην σου καὶ εἰσ αἰσχύνην ἀποκαλύψεωσ μητρόσ σου̣ (Septuagint, Liber I Samuelis 20:29)
  • υἱοὶ κορασίων κατεκέντησαν αὐτοὺσ καὶ ὡσ παῖδασ αὐτομολούντων ἐτίτρωσκον αὐτούσ, ἀπώλοντο ἐκ παρατάξεωσ Κυρίου μου. (Septuagint, Liber Iudith 16:12)
  • κεἴ τισ στρατηγεῖν βουλόμενοσ μὴ ξυλλάβοι, ἢ δοῦλοσ αὐτομολεῖν παρεσκευασμένοσ ἐπὶ τοῦ τροχοῦ γ’ ἕλκοιτο μαστιγούμενοσ. (Aristophanes, Peace, Choral, iambics9)
  • μόλωμεν αὐτὸ μόλωμεν αὐτομολῶμεν. (Aristotle, Prologue 1:27)
  • τί μοι νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα, πρὸσ δ’ Ἱκέτην αὐτομολεῖτε τάχοσ; (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 92 1:2)

Synonyms

  1. to desert

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION