Ancient Greek-English Dictionary Language

λανθάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λανθάνω

Structure: λανθάν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from Root LAQ

Sense

  1. (active) to escape notice (takes supplementary infinitive)
  2. (active) (with accusative, person only) escape a person's notice
  3. (active) to cause to forget
  4. (mediopassive) to forget

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λανθάνω λανθάνεις λανθάνει
Dual λανθάνετον λανθάνετον
Plural λανθάνομεν λανθάνετε λανθάνουσιν*
SubjunctiveSingular λανθάνω λανθάνῃς λανθάνῃ
Dual λανθάνητον λανθάνητον
Plural λανθάνωμεν λανθάνητε λανθάνωσιν*
OptativeSingular λανθάνοιμι λανθάνοις λανθάνοι
Dual λανθάνοιτον λανθανοίτην
Plural λανθάνοιμεν λανθάνοιτε λανθάνοιεν
ImperativeSingular λάνθανε λανθανέτω
Dual λανθάνετον λανθανέτων
Plural λανθάνετε λανθανόντων, λανθανέτωσαν
Infinitive λανθάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λανθανων λανθανοντος λανθανουσα λανθανουσης λανθανον λανθανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λανθάνομαι λανθάνει, λανθάνῃ λανθάνεται
Dual λανθάνεσθον λανθάνεσθον
Plural λανθανόμεθα λανθάνεσθε λανθάνονται
SubjunctiveSingular λανθάνωμαι λανθάνῃ λανθάνηται
Dual λανθάνησθον λανθάνησθον
Plural λανθανώμεθα λανθάνησθε λανθάνωνται
OptativeSingular λανθανοίμην λανθάνοιο λανθάνοιτο
Dual λανθάνοισθον λανθανοίσθην
Plural λανθανοίμεθα λανθάνοισθε λανθάνοιντο
ImperativeSingular λανθάνου λανθανέσθω
Dual λανθάνεσθον λανθανέσθων
Plural λανθάνεσθε λανθανέσθων, λανθανέσθωσαν
Infinitive λανθάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λανθανομενος λανθανομενου λανθανομενη λανθανομενης λανθανομενον λανθανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • αἰσχύνομαι δὲ τὰσ ἐμαυτοῦ συμφοράσ, οἱοίσ ἄρ’ ἀνθρώποισ ξυνὼν ἐλάνθανον, τοὺσ ἀξίουσ δὲ τῆσ ἐμῆσ ὁμιλίασ ἔφευγον, εἰδὼσ οὐδέν· (Aristophanes, Plutus, Episode1)
  • καὶ ταῦτα δρῶν ἐλάνθανόν γ’· (Aristotle, Agon, antepirrheme13)
  • ὡσ δ’ ἑώρων τό τε βάθοσ τοῦ συνασπισμοῦ καὶ τῶν ἀνδρῶν τὸ μόνιμον καὶ παρεστηκόσ, ἀνῆγον ὀπίσω καὶ σκίδνασθαι δοκοῦντεσ ἅμα καὶ διαλύειν τὴν τάξιν ἐλάνθανον ἐν κύκλῳ περιβάλλοντεσ τὸ πλινθίον αὐτῶν. (Plutarch, chapter 24 3:2)
  • μάθε οὖν ὅτι ἀρσενικῶσ εἴρηκε τὸν τίγριν Ἄλεξισ ἐν Πυραύνῳ οὕτωσ ἄνοιγ’, ἄνοιγε τὴν θύραν ἐλάνθανον πάλαι περιπατῶν ἀνδριάσ, 6 ἀλέτων ὄνοσ, ποτάμιοσ ἵπποσ, τοῖχοσ, ὁ Σελεύκου τίγρισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 57 2:2)
  • ἐγὼ συγγενόμενοσ Δίωνι τότε νέῳ κινδυνεύω, τὰ δοκοῦντα ἐμοὶ βέλτιστα ἀνθρώποισ εἶναι μηνύων διὰ λόγων καὶ πράττειν αὐτὰ συμβουλεύων, ἀγνοεῖν ὅτι τυραννίδοσ τινὰ τρόπον κατάλυσιν ἐσομένην μηχανώμενοσ ἐλάνθανον ἐμαυτόν. (Plato, Epistles, Letter 7 25:1)

Synonyms

  1. to escape notice

  2. escape a person's notice

  3. to cause to forget

  4. to forget

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION