- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κρίνω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: krinō 고전 발음: [리노:] 신약 발음: [리노]

기본형: κρίνω κρινῶ ἔκρινα κέκρικα κέκριμαι ἐκρίθην

형태분석: κρίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 나누다, 분할하다, 분리하다
  2. 주문하다, 배치하다, 마련하다
  3. 문의하다, 조사하다, 수사하다
  4. 선택하다, 고르다, 결정하다, 선호하다
  5. 선악을 분간하다
  6. (중간태, 수동태) 논쟁하다, 다투다, 언쟁하다
  7. 판단하다, 판결을 내리다
  8. 고소하다, 기소하다, 고발하다
  9. 비판하다, 비난하다
  1. I separate, part
  2. I order, arrange
  3. I inquire, investigate
  4. I select, choose, decide, prefer
  5. I discern between good and bad
  6. (middle & passive) I contend, dispute, quarrel
  7. I judge, pronounce
  8. I bring to court, accuse
  9. I pass sentence on, condemn, criticize

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρίνω

(나는) 나눈다

κρίνεις

(너는) 나눈다

κρίνει

(그는) 나눈다

쌍수 κρίνετον

(너희 둘은) 나눈다

κρίνετον

(그 둘은) 나눈다

복수 κρίνομεν

(우리는) 나눈다

κρίνετε

(너희는) 나눈다

κρίνουσι(ν)

(그들은) 나눈다

접속법단수 κρίνω

(나는) 나누자

κρίνῃς

(너는) 나누자

κρίνῃ

(그는) 나누자

쌍수 κρίνητον

(너희 둘은) 나누자

κρίνητον

(그 둘은) 나누자

복수 κρίνωμεν

(우리는) 나누자

κρίνητε

(너희는) 나누자

κρίνωσι(ν)

(그들은) 나누자

기원법단수 κρίνοιμι

(나는) 나누기를 (바라다)

κρίνοις

(너는) 나누기를 (바라다)

κρίνοι

(그는) 나누기를 (바라다)

쌍수 κρίνοιτον

(너희 둘은) 나누기를 (바라다)

κρινοίτην

(그 둘은) 나누기를 (바라다)

복수 κρίνοιμεν

(우리는) 나누기를 (바라다)

κρίνοιτε

(너희는) 나누기를 (바라다)

κρίνοιεν

(그들은) 나누기를 (바라다)

명령법단수 κρίνε

(너는) 나누어라

κρινέτω

(그는) 나누어라

쌍수 κρίνετον

(너희 둘은) 나누어라

κρινέτων

(그 둘은) 나누어라

복수 κρίνετε

(너희는) 나누어라

κρινόντων, κρινέτωσαν

(그들은) 나누어라

부정사 κρίνειν

나누는 것

분사 남성여성중성
κρινων

κρινοντος

κρινουσα

κρινουσης

κρινον

κρινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρίνομαι

(나는) 나눠진다

κρίνει, κρίνῃ

(너는) 나눠진다

κρίνεται

(그는) 나눠진다

쌍수 κρίνεσθον

(너희 둘은) 나눠진다

κρίνεσθον

(그 둘은) 나눠진다

복수 κρινόμεθα

(우리는) 나눠진다

κρίνεσθε

(너희는) 나눠진다

κρίνονται

(그들은) 나눠진다

접속법단수 κρίνωμαι

(나는) 나눠지자

κρίνῃ

(너는) 나눠지자

κρίνηται

(그는) 나눠지자

쌍수 κρίνησθον

(너희 둘은) 나눠지자

κρίνησθον

(그 둘은) 나눠지자

복수 κρινώμεθα

(우리는) 나눠지자

κρίνησθε

(너희는) 나눠지자

κρίνωνται

(그들은) 나눠지자

기원법단수 κρινοίμην

(나는) 나눠지기를 (바라다)

κρίνοιο

(너는) 나눠지기를 (바라다)

κρίνοιτο

(그는) 나눠지기를 (바라다)

쌍수 κρίνοισθον

(너희 둘은) 나눠지기를 (바라다)

κρινοίσθην

(그 둘은) 나눠지기를 (바라다)

복수 κρινοίμεθα

(우리는) 나눠지기를 (바라다)

κρίνοισθε

(너희는) 나눠지기를 (바라다)

κρίνοιντο

(그들은) 나눠지기를 (바라다)

명령법단수 κρίνου

(너는) 나눠져라

κρινέσθω

(그는) 나눠져라

쌍수 κρίνεσθον

(너희 둘은) 나눠져라

κρινέσθων

(그 둘은) 나눠져라

복수 κρίνεσθε

(너희는) 나눠져라

κρινέσθων, κρινέσθωσαν

(그들은) 나눠져라

부정사 κρίνεσθαι

나눠지는 것

분사 남성여성중성
κρινομενος

κρινομενου

κρινομενη

κρινομενης

κρινομενον

κρινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρινῶ

(나는) 나누겠다

κρινεῖς

(너는) 나누겠다

κρινεῖ

(그는) 나누겠다

쌍수 κρινεῖτον

(너희 둘은) 나누겠다

κρινεῖτον

(그 둘은) 나누겠다

복수 κρινοῦμεν

(우리는) 나누겠다

κρινεῖτε

(너희는) 나누겠다

κρινοῦσι(ν)

(그들은) 나누겠다

기원법단수 κρινοῖμι

(나는) 나누겠기를 (바라다)

κρινοῖς

(너는) 나누겠기를 (바라다)

κρινοῖ

(그는) 나누겠기를 (바라다)

쌍수 κρινοῖτον

(너희 둘은) 나누겠기를 (바라다)

κρινοίτην

(그 둘은) 나누겠기를 (바라다)

복수 κρινοῖμεν

(우리는) 나누겠기를 (바라다)

κρινοῖτε

(너희는) 나누겠기를 (바라다)

κρινοῖεν

(그들은) 나누겠기를 (바라다)

부정사 κρινεῖν

나눌 것

분사 남성여성중성
κρινων

κρινουντος

κρινουσα

κρινουσης

κρινουν

κρινουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρινοῦμαι

(나는) 나눠지겠다

κρινεῖ, κρινῇ

(너는) 나눠지겠다

κρινεῖται

(그는) 나눠지겠다

쌍수 κρινεῖσθον

(너희 둘은) 나눠지겠다

κρινεῖσθον

(그 둘은) 나눠지겠다

복수 κρινούμεθα

(우리는) 나눠지겠다

κρινεῖσθε

(너희는) 나눠지겠다

κρινοῦνται

(그들은) 나눠지겠다

기원법단수 κρινοίμην

(나는) 나눠지겠기를 (바라다)

κρινοῖο

(너는) 나눠지겠기를 (바라다)

κρινοῖτο

(그는) 나눠지겠기를 (바라다)

쌍수 κρινοῖσθον

(너희 둘은) 나눠지겠기를 (바라다)

κρινοίσθην

(그 둘은) 나눠지겠기를 (바라다)

복수 κρινοίμεθα

(우리는) 나눠지겠기를 (바라다)

κρινοῖσθε

(너희는) 나눠지겠기를 (바라다)

κρινοῖντο

(그들은) 나눠지겠기를 (바라다)

부정사 κρινεῖσθαι

나눠질 것

분사 남성여성중성
κρινουμενος

κρινουμενου

κρινουμενη

κρινουμενης

κρινουμενον

κρινουμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κριθήσομαι

(나는) 나눠지겠다

κριθήσῃ

(너는) 나눠지겠다

κριθήσεται

(그는) 나눠지겠다

쌍수 κριθήσεσθον

(너희 둘은) 나눠지겠다

κριθήσεσθον

(그 둘은) 나눠지겠다

복수 κριθησόμεθα

(우리는) 나눠지겠다

κριθήσεσθε

(너희는) 나눠지겠다

κριθήσονται

(그들은) 나눠지겠다

기원법단수 κριθησοίμην

(나는) 나눠지겠기를 (바라다)

κριθήσοιο

(너는) 나눠지겠기를 (바라다)

κριθήσοιτο

(그는) 나눠지겠기를 (바라다)

쌍수 κριθήσοισθον

(너희 둘은) 나눠지겠기를 (바라다)

κριθησοίσθην

(그 둘은) 나눠지겠기를 (바라다)

복수 κριθησοίμεθα

(우리는) 나눠지겠기를 (바라다)

κριθήσοισθε

(너희는) 나눠지겠기를 (바라다)

κριθήσοιντο

(그들은) 나눠지겠기를 (바라다)

부정사 κριθήσεσθαι

나눠질 것

분사 남성여성중성
κριθησομενος

κριθησομενου

κριθησομενη

κριθησομενης

κριθησομενον

κριθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔκρινον

(나는) 나누고 있었다

ἔκρινες

(너는) 나누고 있었다

ἔκρινε(ν)

(그는) 나누고 있었다

쌍수 ἐκρίνετον

(너희 둘은) 나누고 있었다

ἐκρινέτην

(그 둘은) 나누고 있었다

복수 ἐκρίνομεν

(우리는) 나누고 있었다

ἐκρίνετε

(너희는) 나누고 있었다

ἔκρινον

(그들은) 나누고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρινόμην

(나는) 나눠지고 있었다

ἐκρίνου

(너는) 나눠지고 있었다

ἐκρίνετο

(그는) 나눠지고 있었다

쌍수 ἐκρίνεσθον

(너희 둘은) 나눠지고 있었다

ἐκρινέσθην

(그 둘은) 나눠지고 있었다

복수 ἐκρινόμεθα

(우리는) 나눠지고 있었다

ἐκρίνεσθε

(너희는) 나눠지고 있었다

ἐκρίνοντο

(그들은) 나눠지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔκρινα

(나는) 나누었다

ἔκρινας

(너는) 나누었다

ἔκρινε(ν)

(그는) 나누었다

쌍수 ἐκρίνατον

(너희 둘은) 나누었다

ἐκρινάτην

(그 둘은) 나누었다

복수 ἐκρίναμεν

(우리는) 나누었다

ἐκρίνατε

(너희는) 나누었다

ἔκριναν

(그들은) 나누었다

접속법단수 κρίνω

(나는) 나누었자

κρίνῃς

(너는) 나누었자

κρίνῃ

(그는) 나누었자

쌍수 κρίνητον

(너희 둘은) 나누었자

κρίνητον

(그 둘은) 나누었자

복수 κρίνωμεν

(우리는) 나누었자

κρίνητε

(너희는) 나누었자

κρίνωσι(ν)

(그들은) 나누었자

기원법단수 κρίναιμι

(나는) 나누었기를 (바라다)

κρίναις

(너는) 나누었기를 (바라다)

κρίναι

(그는) 나누었기를 (바라다)

쌍수 κρίναιτον

(너희 둘은) 나누었기를 (바라다)

κριναίτην

(그 둘은) 나누었기를 (바라다)

복수 κρίναιμεν

(우리는) 나누었기를 (바라다)

κρίναιτε

(너희는) 나누었기를 (바라다)

κρίναιεν

(그들은) 나누었기를 (바라다)

명령법단수 κρίνον

(너는) 나누었어라

κρινάτω

(그는) 나누었어라

쌍수 κρίνατον

(너희 둘은) 나누었어라

κρινάτων

(그 둘은) 나누었어라

복수 κρίνατε

(너희는) 나누었어라

κρινάντων

(그들은) 나누었어라

부정사 κρίναι

나누었는 것

분사 남성여성중성
κρινας

κριναντος

κρινασα

κρινασης

κριναν

κριναντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρινάμην

(나는) 나눠졌다

ἐκρίνω

(너는) 나눠졌다

ἐκρίνατο

(그는) 나눠졌다

쌍수 ἐκρίνασθον

(너희 둘은) 나눠졌다

ἐκρινάσθην

(그 둘은) 나눠졌다

복수 ἐκρινάμεθα

(우리는) 나눠졌다

ἐκρίνασθε

(너희는) 나눠졌다

ἐκρίναντο

(그들은) 나눠졌다

접속법단수 κρίνωμαι

(나는) 나눠졌자

κρίνῃ

(너는) 나눠졌자

κρίνηται

(그는) 나눠졌자

쌍수 κρίνησθον

(너희 둘은) 나눠졌자

κρίνησθον

(그 둘은) 나눠졌자

복수 κρινώμεθα

(우리는) 나눠졌자

κρίνησθε

(너희는) 나눠졌자

κρίνωνται

(그들은) 나눠졌자

기원법단수 κριναίμην

(나는) 나눠졌기를 (바라다)

κρίναιο

(너는) 나눠졌기를 (바라다)

κρίναιτο

(그는) 나눠졌기를 (바라다)

쌍수 κρίναισθον

(너희 둘은) 나눠졌기를 (바라다)

κριναίσθην

(그 둘은) 나눠졌기를 (바라다)

복수 κριναίμεθα

(우리는) 나눠졌기를 (바라다)

κρίναισθε

(너희는) 나눠졌기를 (바라다)

κρίναιντο

(그들은) 나눠졌기를 (바라다)

명령법단수 κρίναι

(너는) 나눠졌어라

κρινάσθω

(그는) 나눠졌어라

쌍수 κρίνασθον

(너희 둘은) 나눠졌어라

κρινάσθων

(그 둘은) 나눠졌어라

복수 κρίνασθε

(너희는) 나눠졌어라

κρινάσθων

(그들은) 나눠졌어라

부정사 κρίνεσθαι

나눠졌는 것

분사 남성여성중성
κριναμενος

κριναμενου

κριναμενη

κριναμενης

κριναμενον

κριναμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρίθην

(나는) 나눠졌다

ἐκρίθης

(너는) 나눠졌다

ἐκρίθη

(그는) 나눠졌다

쌍수 ἐκρίθητον

(너희 둘은) 나눠졌다

ἐκριθήτην

(그 둘은) 나눠졌다

복수 ἐκρίθημεν

(우리는) 나눠졌다

ἐκρίθητε

(너희는) 나눠졌다

ἐκρίθησαν

(그들은) 나눠졌다

접속법단수 κρίθω

(나는) 나눠졌자

κρίθῃς

(너는) 나눠졌자

κρίθῃ

(그는) 나눠졌자

쌍수 κρίθητον

(너희 둘은) 나눠졌자

κρίθητον

(그 둘은) 나눠졌자

복수 κρίθωμεν

(우리는) 나눠졌자

κρίθητε

(너희는) 나눠졌자

κρίθωσι(ν)

(그들은) 나눠졌자

기원법단수 κριθείην

(나는) 나눠졌기를 (바라다)

κριθείης

(너는) 나눠졌기를 (바라다)

κριθείη

(그는) 나눠졌기를 (바라다)

쌍수 κριθείητον

(너희 둘은) 나눠졌기를 (바라다)

κριθειήτην

(그 둘은) 나눠졌기를 (바라다)

복수 κριθείημεν

(우리는) 나눠졌기를 (바라다)

κριθείητε

(너희는) 나눠졌기를 (바라다)

κριθείησαν

(그들은) 나눠졌기를 (바라다)

명령법단수 κρίθητι

(너는) 나눠졌어라

κριθήτω

(그는) 나눠졌어라

쌍수 κρίθητον

(너희 둘은) 나눠졌어라

κριθήτων

(그 둘은) 나눠졌어라

복수 κρίθητε

(너희는) 나눠졌어라

κριθέντων

(그들은) 나눠졌어라

부정사 κριθῆναι

나눠졌는 것

분사 남성여성중성
κριθεις

κριθεντος

κριθεισα

κριθεισης

κριθεν

κριθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κέκρικα

(나는) 나누었다

κέκρικας

(너는) 나누었다

κέκρικε(ν)

(그는) 나누었다

쌍수 κεκρίκατον

(너희 둘은) 나누었다

κεκρίκατον

(그 둘은) 나누었다

복수 κεκρίκαμεν

(우리는) 나누었다

κεκρίκατε

(너희는) 나누었다

κεκρίκασι(ν)

(그들은) 나누었다

접속법단수 κεκρίκω

(나는) 나누었자

κεκρίκῃς

(너는) 나누었자

κεκρίκῃ

(그는) 나누었자

쌍수 κεκρίκητον

(너희 둘은) 나누었자

κεκρίκητον

(그 둘은) 나누었자

복수 κεκρίκωμεν

(우리는) 나누었자

κεκρίκητε

(너희는) 나누었자

κεκρίκωσι(ν)

(그들은) 나누었자

기원법단수 κεκρίκοιμι

(나는) 나누었기를 (바라다)

κεκρίκοις

(너는) 나누었기를 (바라다)

κεκρίκοι

(그는) 나누었기를 (바라다)

쌍수 κεκρίκοιτον

(너희 둘은) 나누었기를 (바라다)

κεκρικοίτην

(그 둘은) 나누었기를 (바라다)

복수 κεκρίκοιμεν

(우리는) 나누었기를 (바라다)

κεκρίκοιτε

(너희는) 나누었기를 (바라다)

κεκρίκοιεν

(그들은) 나누었기를 (바라다)

명령법단수 κέκρικε

(너는) 나누었어라

κεκρικέτω

(그는) 나누었어라

쌍수 κεκρίκετον

(너희 둘은) 나누었어라

κεκρικέτων

(그 둘은) 나누었어라

복수 κεκρίκετε

(너희는) 나누었어라

κεκρικόντων

(그들은) 나누었어라

부정사 κεκρικέναι

나누었는 것

분사 남성여성중성
κεκρικως

κεκρικοντος

κεκρικυια

κεκρικυιας

κεκρικον

κεκρικοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κέκριμαι

(나는) 나눠졌다

κέκρισαι

(너는) 나눠졌다

κέκριται

(그는) 나눠졌다

쌍수 κέκρισθον

(너희 둘은) 나눠졌다

κέκρισθον

(그 둘은) 나눠졌다

복수 κεκρίμεθα

(우리는) 나눠졌다

κέκρισθε

(너희는) 나눠졌다

κέκρινται

(그들은) 나눠졌다

명령법단수 κέκρισο

(너는) 나눠졌어라

κεκρίσθω

(그는) 나눠졌어라

쌍수 κέκρισθον

(너희 둘은) 나눠졌어라

κεκρίσθων

(그 둘은) 나눠졌어라

복수 κέκρισθε

(너희는) 나눠졌어라

κεκρίσθων

(그들은) 나눠졌어라

부정사 κέκρισθαι

나눠졌는 것

분사 남성여성중성
κεκριμενος

κεκριμενου

κεκριμενη

κεκριμενης

κεκριμενον

κεκριμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ δὲ ἔθνος, ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι, κρινῶ ἐγώ. μετὰ δὲ ταῦτα ἐξελεύσονται ὧδε μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς. (Septuagint, Liber Genesis 15:14)

    (70인역 성경, 창세기 15:14)

  • εἶπαν δὲ αὐτῷ. ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες παροικεῖν. μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ ἐκείνους. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν. (Septuagint, Liber Genesis 19:9)

    (70인역 성경, 창세기 19:9)

  • ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ναχὼρ κρινεῖ ἀνὰ μέσον ἡμῶν. (Septuagint, Liber Genesis 31:53)

    (70인역 성경, 창세기 31:53)

  • Δὰν κρινεῖ τὸ λαὸν αὐτοῦ, ὡσεὶ καὶ μία φυλὴ ἐν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Genesis 49:16)

    (70인역 성경, 창세기 49:16)

  • Καὶ ἐγένετο μετὰ τὴν ἐπαύριον συνεκάθισε Μωυσῆς κρίνειν τὸν λαόν. παρειστήκει δὲ πᾶς ὁ λαὸς Μωυσῇ ἀπὸ πρωΐθεν ἕως δείλης. (Septuagint, Liber Exodus 18:13)

    (70인역 성경, 탈출기 18:13)

  • διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου, ὅταν λάβω καιρόν. ἐγὼ εὐθύτητας κρινῶ. (Septuagint, Liber Psalmorum 74:3)

    (70인역 성경, 시편 74:3)

  • οὕτως λέγει Κύριος. ἐάν τις αἰχμαλωτεύσῃ γίγαντα, λήψεται σκύλα. λαμβάνων δὲ παρὰ ἰσχύοντος σωθήσεται. ἐγὼ δὲ τὴν κρίσιν σου κρινῶ, καὶ ἐγὼ τοὺς υἱούς σου ρύσομαι. (Septuagint, Liber Isaiae 49:25)

    (70인역 성경, 이사야서 49:25)

  • διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος. ἰδοὺ ἐγὼ κρινῶ τὴν ἀντίδικόν σου καὶ ἐκδικήσω τὴν ἐκδίκησίν σου καὶ ἐρημώσω τὴν θάλασσαν αὐτῆς καὶ ξηρανῶ τὴν πηγὴν αὐτῆς. (Septuagint, Liber Ieremiae 28:36)

    (70인역 성경, 예레미야서 28:36)

  • νῦν ἐγγύθεν ἐκχεῶ τὴν ὀργήν μου ἐπὶ σὲ καὶ συντελέσω τὸν θυμόν μου ἐν σοὶ καὶ κρινῶ σε ἐν ταῖς ὁδοῖς σου καὶ δώσω ἐπὶ σὲ πάντα τὰ βδελύγματά σου. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 7:5)

    (70인역 성경, 에제키엘서 7:5)

유의어

  1. 나누다

  2. 주문하다

  3. 문의하다

  4. 선택하다

  5. 논쟁하다

  6. 판단하다

  7. 고소하다

관련어

명사

형용사

동사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION