헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκοσμέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκοσμέω ἐγκοσμήσω

형태분석: ἐγ (접두사) + κοσμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to arrange in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκοσμῶ

ἐγκοσμεῖς

ἐγκοσμεῖ

쌍수 ἐγκοσμεῖτον

ἐγκοσμεῖτον

복수 ἐγκοσμοῦμεν

ἐγκοσμεῖτε

ἐγκοσμοῦσιν*

접속법단수 ἐγκοσμῶ

ἐγκοσμῇς

ἐγκοσμῇ

쌍수 ἐγκοσμῆτον

ἐγκοσμῆτον

복수 ἐγκοσμῶμεν

ἐγκοσμῆτε

ἐγκοσμῶσιν*

기원법단수 ἐγκοσμοῖμι

ἐγκοσμοῖς

ἐγκοσμοῖ

쌍수 ἐγκοσμοῖτον

ἐγκοσμοίτην

복수 ἐγκοσμοῖμεν

ἐγκοσμοῖτε

ἐγκοσμοῖεν

명령법단수 ἐγκόσμει

ἐγκοσμείτω

쌍수 ἐγκοσμεῖτον

ἐγκοσμείτων

복수 ἐγκοσμεῖτε

ἐγκοσμούντων, ἐγκοσμείτωσαν

부정사 ἐγκοσμεῖν

분사 남성여성중성
ἐγκοσμων

ἐγκοσμουντος

ἐγκοσμουσα

ἐγκοσμουσης

ἐγκοσμουν

ἐγκοσμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκοσμοῦμαι

ἐγκοσμεῖ, ἐγκοσμῇ

ἐγκοσμεῖται

쌍수 ἐγκοσμεῖσθον

ἐγκοσμεῖσθον

복수 ἐγκοσμούμεθα

ἐγκοσμεῖσθε

ἐγκοσμοῦνται

접속법단수 ἐγκοσμῶμαι

ἐγκοσμῇ

ἐγκοσμῆται

쌍수 ἐγκοσμῆσθον

ἐγκοσμῆσθον

복수 ἐγκοσμώμεθα

ἐγκοσμῆσθε

ἐγκοσμῶνται

기원법단수 ἐγκοσμοίμην

ἐγκοσμοῖο

ἐγκοσμοῖτο

쌍수 ἐγκοσμοῖσθον

ἐγκοσμοίσθην

복수 ἐγκοσμοίμεθα

ἐγκοσμοῖσθε

ἐγκοσμοῖντο

명령법단수 ἐγκοσμοῦ

ἐγκοσμείσθω

쌍수 ἐγκοσμεῖσθον

ἐγκοσμείσθων

복수 ἐγκοσμεῖσθε

ἐγκοσμείσθων, ἐγκοσμείσθωσαν

부정사 ἐγκοσμεῖσθαι

분사 남성여성중성
ἐγκοσμουμενος

ἐγκοσμουμενου

ἐγκοσμουμενη

ἐγκοσμουμενης

ἐγκοσμουμενον

ἐγκοσμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε’, ἑταῖροι, νηὶ̈ μελαίνῃ, αὐτοί τ’ ἀμβαίνωμεν, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο. (Homer, Odyssey, Book 15 29:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 15 29:3)

유의어

  1. to arrange in

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION