헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταβαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταβαίνω καταβήσομαι καταβέβηκα καταβέβημαι

형태분석: κατα (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: epic 1st pl. subj. katabei/omen for -bw=men

  1. 싸우다, 다투다, 교전하다, 논쟁하다, 씨름하다
  2. 전진하다, 나아가다, 행군하다
  1. to step down, to go or come down
  2. to dismount from a chariot or a horse
  3. to go down from the inland parts to the sea, especially from central Asia
  4. to come to land, get safely ashore
  5. to go down into the arena, to fight, wrestle, race
  6. (of an orator) to come down from the tribune
  7. to go one's way, advance

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβαίνω

καταβαίνεις

καταβαίνει

쌍수 καταβαίνετον

καταβαίνετον

복수 καταβαίνομεν

καταβαίνετε

καταβαίνουσιν*

접속법단수 καταβαίνω

καταβαίνῃς

καταβαίνῃ

쌍수 καταβαίνητον

καταβαίνητον

복수 καταβαίνωμεν

καταβαίνητε

καταβαίνωσιν*

기원법단수 καταβαίνοιμι

καταβαίνοις

καταβαίνοι

쌍수 καταβαίνοιτον

καταβαινοίτην

복수 καταβαίνοιμεν

καταβαίνοιτε

καταβαίνοιεν

명령법단수 καταβαίνε

καταβαινέτω

쌍수 καταβαίνετον

καταβαινέτων

복수 καταβαίνετε

καταβαινόντων, καταβαινέτωσαν

부정사 καταβαίνειν

분사 남성여성중성
καταβαινων

καταβαινοντος

καταβαινουσα

καταβαινουσης

καταβαινον

καταβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβαίνομαι

καταβαίνει, καταβαίνῃ

καταβαίνεται

쌍수 καταβαίνεσθον

καταβαίνεσθον

복수 καταβαινόμεθα

καταβαίνεσθε

καταβαίνονται

접속법단수 καταβαίνωμαι

καταβαίνῃ

καταβαίνηται

쌍수 καταβαίνησθον

καταβαίνησθον

복수 καταβαινώμεθα

καταβαίνησθε

καταβαίνωνται

기원법단수 καταβαινοίμην

καταβαίνοιο

καταβαίνοιτο

쌍수 καταβαίνοισθον

καταβαινοίσθην

복수 καταβαινοίμεθα

καταβαίνοισθε

καταβαίνοιντο

명령법단수 καταβαίνου

καταβαινέσθω

쌍수 καταβαίνεσθον

καταβαινέσθων

복수 καταβαίνεσθε

καταβαινέσθων, καταβαινέσθωσαν

부정사 καταβαίνεσθαι

분사 남성여성중성
καταβαινομενος

καταβαινομενου

καταβαινομενη

καταβαινομενης

καταβαινομενον

καταβαινομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to step down

  2. to dismount from a chariot or a horse

  3. 싸우다

  4. to come down from the tribune

  5. 전진하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION