헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνίστημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐνίστημι

형태분석: ἐν (접두사) + ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 지다, 두다, 놓다, 심다
  2. 시작하다, 착수하다
  3. 시작하다, 출석하다, 협박하다, 위협하다, 일어나다, 착수하다, 떠오르다, 나타나다
  4. 반대하다, 저항하다, 반항하다, 견디다
  1. to put, set, place in
  2. to begin
  3. to be set in, to stand in
  4. to be appointed
  5. to be upon, to threaten, to be at hand, begin, arise, the present, present
  6. to stand in the way, resist, to stand in the way

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνῖστημι

(나는) 진다

ἐνῖστης

(너는) 진다

ἐνῖστησιν*

(그는) 진다

쌍수 ἐνίστατον

(너희 둘은) 진다

ἐνίστατον

(그 둘은) 진다

복수 ἐνίσταμεν

(우리는) 진다

ἐνίστατε

(너희는) 진다

ἐνιστάᾱσιν*

(그들은) 진다

접속법단수 ἐνίστω

(나는) 지자

ἐνίστῃς

(너는) 지자

ἐνίστῃ

(그는) 지자

쌍수 ἐνίστητον

(너희 둘은) 지자

ἐνίστητον

(그 둘은) 지자

복수 ἐνίστωμεν

(우리는) 지자

ἐνίστητε

(너희는) 지자

ἐνίστωσιν*

(그들은) 지자

기원법단수 ἐνισταῖην

(나는) 지기를 (바라다)

ἐνισταῖης

(너는) 지기를 (바라다)

ἐνισταῖη

(그는) 지기를 (바라다)

쌍수 ἐνισταῖητον

(너희 둘은) 지기를 (바라다)

ἐνισταίητην

(그 둘은) 지기를 (바라다)

복수 ἐνισταῖημεν

(우리는) 지기를 (바라다)

ἐνισταῖητε

(너희는) 지기를 (바라다)

ἐνισταῖησαν

(그들은) 지기를 (바라다)

명령법단수 ἐνῖστᾱ

(너는) 져라

ἐνιστάτω

(그는) 져라

쌍수 ἐνίστατον

(너희 둘은) 져라

ἐνιστάτων

(그 둘은) 져라

복수 ἐνίστατε

(너희는) 져라

ἐνιστάντων

(그들은) 져라

부정사 ἐνιστάναι

지는 것

분사 남성여성중성
ἐνιστᾱς

ἐνισταντος

ἐνιστᾱσα

ἐνιστᾱσης

ἐνισταν

ἐνισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνίσταμαι

ἐνίστασαι

ἐνίσταται

쌍수 ἐνίστασθον

ἐνίστασθον

복수 ἐνιστάμεθα

ἐνίστασθε

ἐνίστανται

접속법단수 ἐνίστωμαι

ἐνίστῃ

ἐνίστηται

쌍수 ἐνίστησθον

ἐνίστησθον

복수 ἐνιστώμεθα

ἐνίστησθε

ἐνίστωνται

기원법단수 ἐνισταῖμην

ἐνίσταιο

ἐνίσταιτο

쌍수 ἐνίσταισθον

ἐνισταῖσθην

복수 ἐνισταῖμεθα

ἐνίσταισθε

ἐνίσταιντο

명령법단수 ἐνίστασο

ἐνιστάσθω

쌍수 ἐνίστασθον

ἐνιστάσθων

복수 ἐνίστασθε

ἐνιστάσθων

부정사 ἐνίστασθαι

분사 남성여성중성
ἐνισταμενος

ἐνισταμενου

ἐνισταμενη

ἐνισταμενης

ἐνισταμενον

ἐνισταμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνῑ́στην

(나는) 지고 있었다

ἐνῑ́στης

(너는) 지고 있었다

ἐνῑ́στην*

(그는) 지고 있었다

쌍수 ἐνῑ́στατον

(너희 둘은) 지고 있었다

ἐνῑστάτην

(그 둘은) 지고 있었다

복수 ἐνῑ́σταμεν

(우리는) 지고 있었다

ἐνῑ́στατε

(너희는) 지고 있었다

ἐνῑ́στασαν

(그들은) 지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνῑστάμην

ἐνῑστῶ, ἐνῑ́στασο

ἐνῑ́στατο

쌍수 ἐνῑ́στασθον

ἐνῑστάσθην

복수 ἐνῑστάμεθα

ἐνῑ́στασθε

ἐνῑ́σταντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δ’ Ἀδρανῖται τὰσ πύλασ ἀνοίξαντεσ προσέθεντο τῷ Τιμολέοντι, μετὰ φρίκησ καί θαύματοσ ἀπαγγέλλοντεσ ὡσ ἐνισταμένησ τῆσ μάχησ οἱ μὲν ἱεροὶ τοῦ νεὼ πυλῶνεσ αὐτόματοι διανοιχθεῖεν, ὀφθείη δὲ τοῦ θεοῦ τὸ μὲν δόρυ σειόμενον ἐκ τῆσ αἰχμῆσ ἄκρασ, τὸ δὲ πρόσωπον ἱδρῶτι πολλῷ ῥεόμενον. (Plutarch, Timoleon, chapter 12 6:1)

    (플루타르코스, Timoleon, chapter 12 6:1)

  • φερομένοισ ἐνισταμένησ τῆσ τοῦ Τυφῶνοσ δυνάμεωσ διὸ καὶ τῶν μὲν ἡμέρων ζῴων ἀπονέμουσιν αὐτῷ τὸ ἀμαθέστατον, ὄνον· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 49 7:1)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 49 7:1)

  • καὶ ὅταν αὕτη σχῇ τέλοσ, ἑτέρασ ἐνισταμένησ κινεῖσθαί τι σημεῖον ἐκ γῆσ ἢ οὐρανοῦ θαυμάσιον, ὡσ δῆλον εἶναι τοῖσ πεφροντικόσι τὰ τοιαῦτα καὶ μεμαθηκόσιν εὐθὺσ ὅτι καὶ τρόποισ ἄλλοισ καὶ βίοισ ἄνθρωποι χρώμενοι γεγόνασι, καὶ θεοῖσ ἧττον ἢ μᾶλλον τῶν προτέρων μέλοντεσ. (Plutarch, Sulla, chapter 7 4:2)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 7 4:2)

  • ἐπῄει δὲ καὶ τὴν Λιβύην ἐπιλεγόμενοσ ἐξ ἁπάσησ πόλεωσ τοὺσ κρατίστουσ, καὶ ναῦσ παρεσκευάζετο, διανοούμενοσ τῆσ ἐαρινῆσ ὡρ́ασ ἐνισταμένησ διαβιβάζειν τὰσ δυνάμεισ. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 44 6:2)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, chapter 44 6:2)

  • ἤδη δὲ καὶ τῆσ χειμερινῆσ ὡρ́ασ ἐνισταμένησ οὗτοσ μὲν πρὸσ Λευκανοὺσ συμμαχίαν ποιησάμενοσ ἀπήγαγε τὰσ δυνάμεισ εἰσ Συρακούσασ. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 100 6:3)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, chapter 100 6:3)

유의어

  1. 지다

  2. 시작하다

  3. to be set in

  4. to be appointed

  5. 반대하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION