ἔκτοπος?
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration: ektopos
Principal Part:
ἔκτοπος
ἔκτοπον
Structure:
ἐκτοπ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- away from a place, away from
- distant
- foreign, strange, strange
- out of the way, strange, extraordinary
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- πλίνθους τῷ Πυθίῳ χρυσᾶς ἀνατίθησι μισθὸν τῶν χρησμῶν ὑφ ὧν καὶ ἀπολεῖται μικρὸν ὕστερον φιλόμαντις δὲ ἁνὴρ ^ ἐκτόπως. (Lucian, Contemplantes, (no name) 11:2)
- ὅταν μὲν οὖν τὴν ἰσχνὴν καὶ ἀφελῆ καὶ ἀποίητον ἐπιτηδεύῃ φράσιν, ἐκτόπως ἡδεῖά ἐστι καὶ φιλάνθρωπος. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 3:1)
- ἡ Χαρίκλεια δὲ ἦν ἀστεῖον μέν τι γύναιον, ἑταιρικὸν δὲ ἐκτόπως καὶ τοῦ προστυχόντος ἀεί, καὶ εἰ πάνυ ἐπ ὀλίγῳ ἐθελήσειέ τις: (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 13:4)
- παρὰ δὲ Τυρρηνοῖς ἐκτόπως τρυφήσασιν ἱστορεῖ Τίμαιος ἐν τῇ α ὅτι αἱ θεράπαιναι γυμναὶ τοῖς ἀνδράσι διακονοῦνται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 14 1:1)
- "ὁ μὲν οὖν Σαρδανάπαλλος ἐκτόπως ἡδυπαθήσας ὡς ἐνῆν γενναίως ἐτελεύτησεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:143)
- μελάθροις ἔκτοπος ἔστω, στόμα τ εὔφη- μον ἅπας ἐξοσιούσθω: (Euripides, choral, lyric4)
- ζηλοτυπία τις, ὦ Κοχλί, καὶ ἔρως ἔκτοπος: (Lucian, Dialogi meretricii, 2:2)
- τῶν ἐλεφάντων ἱστορία, φίλε, τῶν εἰς τὰ ὀρύγματα φορούντων καὶ τὸν ὀλισθόντα διὰ χώματος ἀναβιβαζόντων ἔκτοπός ἐστι δεινῶς καὶ ἀλλοδαπή, καὶ καθάπερ ἐκ βασιλικοῦ διαγράμματος ἐπιτάττουσα πιστεύειν αὐτῇ τῶν Ιὄβα βιβλίων: (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 25 5:1)
- σὺ δὲ τῶνδ ἑδράνων πάλιν ἔκτοπος αὖθις ἄφορμος ἐμᾶς χθονὸς ἔκθορε, μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς. (Sophocles, Oedipus at Colonus, choral, epode28)
- τοιγάρτοι διέμειναν ἐν πολλαῖς γενεαῖς οὐδὲν διαφέρουσαι συγγενικῶν ἀναγκαιοτήτων αἱ τῶν πελατῶν τε καὶ προστατῶν συζυγίαι παισὶ παίδων συνιστάμεναι, καὶ μέγας ἔπαινος ἦν τοῖς ἐκ τῶν ἐπιφανῶν οἴκων ὡς πλείστους πελάτας ἔχειν τάς τε προγονικὰς φυλάττουσι διαδοχὰς τῶν πατρωνειῶν καὶ διὰ τῆς ἑαυτῶν ἀρετῆς ἄλλας ἐπικτωμένοις, ὅ τε ἀγὼν τῆς εὐνοίας ὑπὲρ τοῦ μὴ λειφθῆναι τῆς ἀλλήλων χάριτος ἔκτοπος ἡλίκος ἀμφοτέροις ἦν τῶν μὲν πελατῶν ἅπαντα τοῖς προστάταις ἀξιούντων ὡς δυνάμεως εἶχον ὑπηρετεῖν, τῶν δὲ πατρικίων ἥκιστα βουλομένων τοῖς πελάταις ἐνοχλεῖν χρηματικήν τε οὐδεμίαν δωρεὰν προσιεμένων: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 10 6:1)
Synonyms
-
away from a place
-
distant
-
foreign
- ὀθνεῖος (strange, foreign)
- ἀλλόχρως (looking strange or foreign)
- παλίγγλωσσος (of strange or foreign tongue)
- ἀλλότριος (foreign, strange, alien)
- ὑπερπόντιος (from beyond the sea, foreign, strange)
- ἀεικής (it is, strange)
- ξένιος (foreign)
- ξένος (foreign)
- ἀλλοδαπός (belonging to another people or land, foreign, strange)
- ἀλλόθροος (speaking a strange tongue, foreign, strange)
-
out of the way
- περισσός (out of the common way, extraordinary, uncommon)
- δαιμόνιος ( strange, extraordinary, inscrutable; that is)