ἐξουσίᾱ
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐξουσίᾱ
ἐξουσίας
형태분석:
ἐξουσι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 힘, 능력, 길, 세력, 탈출 수단
- 힘, 능력, 권위
- 제목, 표제, 업무
- 길, 수단, 탈출 수단
- 허식
- power, means, license, or authority to do something.
- power, authority
- office, title
- means, resources
- pomp
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- β πολλῶν ἐπάρξασ ἐθνῶν καὶ πάσησ ἐπικρατήσασ οἰκουμένησ, ἐβουλήθην μὴ τῷ θράσει τῆσ ἐξουσίασ ἐπαιρόμενοσ, ἐπιεικέστερον δὲ καὶ μετὰ ἠπιότητοσ ἀεὶ διεξάγων, τοὺσ τῶν ὑποτεταγμένων ἀκυμάντουσ διαπαντὸσ καταστῆσαι βίουσ, τήν τε βασιλείαν ἥμερον καὶ πορευτὴν μέχρι περάτων παρεξόμενοσ ἀνανεώσασθαί τε τὴν ποθουμένην τοῖσ πᾶσιν ἀνθρώποισ εἰρήνην. ̔͂ (Septuagint, Liber Esther 3:15)
(70인역 성경, 에스테르기 3:15)
- καὶ τοὺσ τρεῖσ νομοὺσ τοὺσ προστεθέντασ τῇ Ἰουδαίᾳ ἀπὸ τῆσ χώρασ Σαμαρείασ προστεθήτω τῇ Ἰουδαίᾳ πρὸσ τὸ λογισθῆναι τοῦ γενέσθαι ὑφ̓ ἕνα, τοῦ μὴ ὑπακοῦσαι ἄλλησ ἐξουσίασ ἀλλ̓ ἢ τοῦ ἀρχιερέωσ. (Septuagint, Liber Maccabees I 10:38)
(70인역 성경, Liber Maccabees I 10:38)
- αὐτόθι δὲ αὐτοῦ σὺν τοῖσ δορυφόροισ κατὰ τὸ γαζοφυλάκιον ἤδη παρόντοσ, ὁ τῶν πατέρων Κύριοσ καὶ πάσησ ἐξουσίασ δυνάστησ ἐπιφάνειαν μεγάλην ἐποίησεν, ὥστε πάντασ τοὺσ κατοτολμήσαντασ συνελθεῖν, καταπλαγέντασ τὴν τοῦ Θεοῦ δύναμιν, εἰσ ἔκλυσιν καὶ δειλίαν τραπῆναι. (Septuagint, Liber Maccabees II 3:24)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 3:24)
- πρὸσ δὲ τούτοισ ὑπισχνεῖτο καὶ ἕτερα διαγράψαι πεντήκοντα πρὸσ τοῖσ ἑκατόν, ἐὰν συγχωρηθῇ διὰ τῆσ ἐξουσίασ αὐτοῦ γυμνάσιον καὶ ἐφηβεῖον αὐτῷ συστήσασθαι καὶ τοὺσ ἐν Ἱεροσολύμοισ Ἀντιοχεῖσ ἀναγράψαι. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:9)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 4:9)
- ὁ δὲ συσταθεὶσ τῷ βασιλεῖ καὶ δοξάσασ αὐτὸν τῷ προσώπῳ τῆσ ἐξουσίασ, εἰσ ἑαυτὸν κατήντησε τὴν ἀρχιερωσύνην, ὑπερβαλὼν τὸν Ἰάσωνα τάλαντα ἀργυρίου τριακόσια. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:24)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 4:24)
유의어
-
힘
-
제목
- πρόεδρος (the, in office)
- πωλητήριον (the office of the)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- τελωνία (업무, 판공실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)
- προεδρία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- κανηφορία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- ἐπισκοπή (업무, 판공실, 사무실)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
-
길
-
허식