ἐξίστημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐξίστημι
ἐκστήσω
ἐξέστησα
ἐξέστακα
ἐξέσταμαι
ἐξεστάθην
Structure:
ἐξ
(Prefix)
+
ί̔στᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- (transitive) I displace; I change
- (figuratively) I drive one out of their senses; I amaze, excite
- I get rid of
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπισφαλέστατα δ’ ἡ Ῥώμη πρὸσ μεταβολὴν εἶχε διὰ τὴν ἐν ταῖσ οὐσίαισ ἀνωμαλίαν, τῶν μὲν ἐν δόξῃ μάλιστα καὶ φρονήματι κατεπτωχευμένων εἰσ θέατρα καὶ δεῖπνα καὶ φιλαρχίασ καὶ οἰκοδομίασ, τῶν δὲ πλούτων εἰσ ἀγεννεῖσ καὶ ταπεινοὺσ συνερρυηκότων ἀνθρώπουσ, ὥστε μικρᾶσ ῥοπῆσ δεῖσθαι τὰ πράγματα καὶ παντὸσ εἶναι τοῦ τολμήσαντοσ ἐκστῆσαι τὴν πολιτείαν αὐτὴν ὑφ’ αὑτῆσ νοσοῦσαν. (Plutarch, Cicero, chapter 10 4:1)
- μόνοσ δ’ ἐκεῖνοσ αὐτοῦ τὴν δεινότητα, καὶ τὸν τρόπον ᾧ πολεμεῖν ἐγνώκει, συνιδών, καὶ διανοηθεὶσ ὡσ πάσῃ τέχνῃ καὶ βίᾳ κινητέοσ ἐστὶν εἰσ μάχην ὁ ἀνὴρ ἢ διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων, οἷσ μέν εἰσι κρείττουσ ὅπλοισ χρήσασθαι μὴ δυναμένων, οἷσ δὲ λείπονται σώμασι καὶ χρήμασιν ἐλαττουμένων καὶ δαπανωμένων εἰσ τὸ μηδέν, ἐπὶ πᾶσαν ἰδέαν στρατηγικῶν σοφισμάτων καὶ παλαισ μάτων τ ρεπόμενοσ, καὶ πειρώμενοσ ὥσπερ δεινὸσ ἀθλητὴσ λαβὴν ζητῶν, προσέβαλλε καὶ διετάραττε καὶ μετῆγε πολλαχόσε τὸν Φάβιον, ἐκστῆσαι τῶν ὑπὲρ τῆσ ἀσφαλείασ λογισμῶν βουλόμενοσ. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 5 3:1)
- ἐν δὲ ταῖσ τιμαῖσ τῶν ἀνδραγαθημάτων δαψιλὴσ φαινόμενοσ, περὶ τὰσ τιμωρίασ ἐμετρίαζε τῶν ἁμαρτημάτων, καίτοι δοκεῖ περὶ τὸν ἔσχατον αὐτοῦ βίον ὠμότητοσ καὶ βαρυθυμίασ τὸ περὶ τοὺσ ὁμήρουσ πραχθὲν ἔργον ἐπιδεῖξαι τὴν φύσιν οὐκ οὖσαν ἥμερον, ἀλλ’ ἐπαμπεχομένην λογισμῷ διὰ τὴν ἀνάγκην, ἐμοὶ δὲ ἀρετὴν μὲν εἰλικρινῆ καὶ κατὰ λόγον συνεστῶσαν οὐκ ἄν ποτε δοκεῖ τύχη τισ ἐκστῆσαι πρὸσ τοὐναντίον, ἄλλωσ δὲ προαιρέσεισ καὶ φύσεισ χρηστὰσ ὑπὸ συμφορῶν μεγάλων παρ’ ἀξίαν κακωθείσασ οὐκ ἀδύνατον τῷ δαίμονι συμμεταβαλεῖν τὸ ἦθοσ. (Plutarch, Sertorius, chapter 10 3:1)
- οὐ μὴν ἀνέδην γε πάλιν οὐδ’ ἁπλῶσ τὰσ δόσεισ ἐφῆκεν, ἀλλ’ εἰ μὴ νόσων ἕνεκεν ἢ φαρμάκων ἢ δεσμῶν ἢ ἀνάγκῃ κατασχεθεὶσ ἢ γυναικὶ πιθόμενοσ, εὖ πάνυ καὶ προσηκόντωσ τὸ πεισθῆναι παρὰ τὸ βέλτιστον οὐδὲν ἡγούμενοσ τοῦ βιασθῆναι διαφέρειν, ἀλλ’ εἰσ ταὐτὸ τὴν ἀπάτην τῇ ἀνάγκῃ καὶ τῷ πόνῳ τὴν ἡδονὴν θέμενοσ, ὡσ οὐχ ἧττον ἐκστῆσαι λογισμὸν ἀνθρώπου δυναμένων. (Plutarch, , chapter 21 3:1)
- τὰ δὲ φάρμακα δοθῆναι μὲν, ὡσ ἀγαπῷτο μᾶλλον ὁ Καλλισθένησ ὑπ’ αὐτοῦ, τοιαύτην ἔχειν δοκοῦντα τὴν δύναμιν, ἐκστῆσαι δὲ καὶ κατακλύσαι τὸν λογισμόν, ὥστ’ ἔτι ζῶντοσ αὐτοῦ τὴν οὐσίαν διοικεῖν τὸν ἀδελφόν· (Plutarch, Lucullus, chapter 43 2:1)
Derived
- ἀμφίστημι (to place round, to stand around)
- ἀνθίστημι (to set against, to set up in opposition, to match with)
- ἀνίστημι ( to make to stand up, raise up, to raise from sleep)
- ἀντανίστημι (to set up against, to rise up against)
- ἀντικαθίστημι (to lay down or establish instead, substitute, replace)
- ἀποκαθίστημι (to re-establish, restore, reinstate)
- ἀφίστημι (to put away, remove, to hinder from)
- διίστημι (to set apart, to place separately, separate)
- ἐγκαθίστημι (to place or establish in, to place as a garrison in, to be established in)
- ἐνίστημι (to put, set, place in)
- ἐξανίστημι (to raise up: to make one rise, bid one, rise)
- ἐπανίστημι (to set up again, to make to rise against, to stand up after)
- ἐφίστημι (, I set or place upon, I set over)
- ἵστημι ( to make to stand, to stand, set)
- καθίστημι (, I set down, stop)
- μεθίστημι (to place in another way, to change, I will give)
- παρακαθίστημι (to station or establish beside)
- παρανίστημι (to set up beside, to stand up beside)
- παρίστημι ( I cause to stand by, I place beside, I set before the mind)
- περιίστημι (to place round, to bring round, to bring)
- προίστημι (to set before or in front, to set over, to put)
- προκαθίστημι (to set before;, having been set beforehand)
- προσίστημι (to place near, bring near, to stand near to or by)
- προσκαθίστημι (to appoint besides)
- συγκαθίστημι (to bring into place together, to join in setting up, settling)
- συμπαρίστημι (to place beside one also, to stand beside, assist)
- συνανίστημι (to make to stand up or rise together, to assist in restoring, to rise at the same time)
- συναφίστημι (to draw into revolt together, to fall off or revolt along with)
- συνεφίστημι (to set on the watch together, make attentive, to attend to)
- συνίστημι (to set together, combine, associate)
- ὑφίστημι (to place or set under, plants, to support)