헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξίστημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξίστημι ἐκστήσω ἐξέστησα ἐξέστακα ἐξέσταμαι ἐξεστάθην

형태분석: ἐξ (접두사) + ί̔στᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 바꾸다, 변하다, 달라지다
  2. 흥분시키다, 자극하다, 불러일으키다, 북돋우다
  3. 제쳐놓다, 없애다
  1. (transitive) I displace; I change
  2. (figuratively) I drive one out of their senses; I amaze, excite
  3. I get rid of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξῖστημι

(나는) 바꾼다

ἐξῖστης

(너는) 바꾼다

ἐξῖστησιν*

(그는) 바꾼다

쌍수 ἐξίστατον

(너희 둘은) 바꾼다

ἐξίστατον

(그 둘은) 바꾼다

복수 ἐξίσταμεν

(우리는) 바꾼다

ἐξίστατε

(너희는) 바꾼다

ἐξιστάᾱσιν*

(그들은) 바꾼다

접속법단수 ἐξίστω

(나는) 바꾸자

ἐξίστῃς

(너는) 바꾸자

ἐξίστῃ

(그는) 바꾸자

쌍수 ἐξίστητον

(너희 둘은) 바꾸자

ἐξίστητον

(그 둘은) 바꾸자

복수 ἐξίστωμεν

(우리는) 바꾸자

ἐξίστητε

(너희는) 바꾸자

ἐξίστωσιν*

(그들은) 바꾸자

기원법단수 ἐξισταῖην

(나는) 바꾸기를 (바라다)

ἐξισταῖης

(너는) 바꾸기를 (바라다)

ἐξισταῖη

(그는) 바꾸기를 (바라다)

쌍수 ἐξισταῖητον

(너희 둘은) 바꾸기를 (바라다)

ἐξισταίητην

(그 둘은) 바꾸기를 (바라다)

복수 ἐξισταῖημεν

(우리는) 바꾸기를 (바라다)

ἐξισταῖητε

(너희는) 바꾸기를 (바라다)

ἐξισταῖησαν

(그들은) 바꾸기를 (바라다)

명령법단수 ἐξῖστᾱ

(너는) 바꾸어라

ἐξιστάτω

(그는) 바꾸어라

쌍수 ἐξίστατον

(너희 둘은) 바꾸어라

ἐξιστάτων

(그 둘은) 바꾸어라

복수 ἐξίστατε

(너희는) 바꾸어라

ἐξιστάντων

(그들은) 바꾸어라

부정사 ἐξιστάναι

바꾸는 것

분사 남성여성중성
ἐξιστᾱς

ἐξισταντος

ἐξιστᾱσα

ἐξιστᾱσης

ἐξισταν

ἐξισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξίσταμαι

(나는) 바꿔진다

ἐξίστασαι

(너는) 바꿔진다

ἐξίσταται

(그는) 바꿔진다

쌍수 ἐξίστασθον

(너희 둘은) 바꿔진다

ἐξίστασθον

(그 둘은) 바꿔진다

복수 ἐξιστάμεθα

(우리는) 바꿔진다

ἐξίστασθε

(너희는) 바꿔진다

ἐξίστανται

(그들은) 바꿔진다

접속법단수 ἐξίστωμαι

(나는) 바꿔지자

ἐξίστῃ

(너는) 바꿔지자

ἐξίστηται

(그는) 바꿔지자

쌍수 ἐξίστησθον

(너희 둘은) 바꿔지자

ἐξίστησθον

(그 둘은) 바꿔지자

복수 ἐξιστώμεθα

(우리는) 바꿔지자

ἐξίστησθε

(너희는) 바꿔지자

ἐξίστωνται

(그들은) 바꿔지자

기원법단수 ἐξισταῖμην

(나는) 바꿔지기를 (바라다)

ἐξίσταιο

(너는) 바꿔지기를 (바라다)

ἐξίσταιτο

(그는) 바꿔지기를 (바라다)

쌍수 ἐξίσταισθον

(너희 둘은) 바꿔지기를 (바라다)

ἐξισταῖσθην

(그 둘은) 바꿔지기를 (바라다)

복수 ἐξισταῖμεθα

(우리는) 바꿔지기를 (바라다)

ἐξίσταισθε

(너희는) 바꿔지기를 (바라다)

ἐξίσταιντο

(그들은) 바꿔지기를 (바라다)

명령법단수 ἐξίστασο

(너는) 바꿔져라

ἐξιστάσθω

(그는) 바꿔져라

쌍수 ἐξίστασθον

(너희 둘은) 바꿔져라

ἐξιστάσθων

(그 둘은) 바꿔져라

복수 ἐξίστασθε

(너희는) 바꿔져라

ἐξιστάσθων

(그들은) 바꿔져라

부정사 ἐξίστασθαι

바꿔지는 것

분사 남성여성중성
ἐξισταμενος

ἐξισταμενου

ἐξισταμενη

ἐξισταμενης

ἐξισταμενον

ἐξισταμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκστήσω

(나는) 바꾸겠다

ἐκστήσεις

(너는) 바꾸겠다

ἐκστήσει

(그는) 바꾸겠다

쌍수 ἐκστήσετον

(너희 둘은) 바꾸겠다

ἐκστήσετον

(그 둘은) 바꾸겠다

복수 ἐκστήσομεν

(우리는) 바꾸겠다

ἐκστήσετε

(너희는) 바꾸겠다

ἐκστήσουσιν*

(그들은) 바꾸겠다

기원법단수 ἐκστησίημι

(나는) 바꾸겠기를 (바라다)

ἐκστησίης

(너는) 바꾸겠기를 (바라다)

ἐκστησίη

(그는) 바꾸겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκστησίητον

(너희 둘은) 바꾸겠기를 (바라다)

ἐκστησιήτην

(그 둘은) 바꾸겠기를 (바라다)

복수 ἐκστησίημεν

(우리는) 바꾸겠기를 (바라다)

ἐκστησίητε

(너희는) 바꾸겠기를 (바라다)

ἐκστησίησαν

(그들은) 바꾸겠기를 (바라다)

부정사 ἐκστήσειν

바꿀 것

분사 남성여성중성
ἐκστησων

ἐκστησοντος

ἐκστησουσα

ἐκστησουσης

ἐκστησον

ἐκστησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκστήσομαι

(나는) 바꿔지겠다

ἐκστήσει, ἐκστήσῃ

(너는) 바꿔지겠다

ἐκστήσεται

(그는) 바꿔지겠다

쌍수 ἐκστήσεσθον

(너희 둘은) 바꿔지겠다

ἐκστήσεσθον

(그 둘은) 바꿔지겠다

복수 ἐκστησόμεθα

(우리는) 바꿔지겠다

ἐκστήσεσθε

(너희는) 바꿔지겠다

ἐκστήσονται

(그들은) 바꿔지겠다

기원법단수 ἐκστησοίμην

(나는) 바꿔지겠기를 (바라다)

ἐκστήσοιο

(너는) 바꿔지겠기를 (바라다)

ἐκστήσοιτο

(그는) 바꿔지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκστήσοισθον

(너희 둘은) 바꿔지겠기를 (바라다)

ἐκστησοίσθην

(그 둘은) 바꿔지겠기를 (바라다)

복수 ἐκστησοίμεθα

(우리는) 바꿔지겠기를 (바라다)

ἐκστήσοισθε

(너희는) 바꿔지겠기를 (바라다)

ἐκστήσοιντο

(그들은) 바꿔지겠기를 (바라다)

부정사 ἐκστήσεσθαι

바꿔질 것

분사 남성여성중성
ἐκστησομενος

ἐκστησομενου

ἐκστησομενη

ἐκστησομενης

ἐκστησομενον

ἐκστησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξῖστην

(나는) 바꾸고 있었다

ἐξῖστης

(너는) 바꾸고 있었다

ἐξῖστην*

(그는) 바꾸고 있었다

쌍수 ἐξῖστατον

(너희 둘은) 바꾸고 있었다

ἐξῑ́στατην

(그 둘은) 바꾸고 있었다

복수 ἐξῖσταμεν

(우리는) 바꾸고 있었다

ἐξῖστατε

(너희는) 바꾸고 있었다

ἐξῖστασαν

(그들은) 바꾸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξῑ́σταμην

(나는) 바꿔지고 있었다

ἐξῑ́στω, ἐξῖστασο

(너는) 바꿔지고 있었다

ἐξῖστατο

(그는) 바꿔지고 있었다

쌍수 ἐξῖστασθον

(너희 둘은) 바꿔지고 있었다

ἐξῑ́στασθην

(그 둘은) 바꿔지고 있었다

복수 ἐξῑ́σταμεθα

(우리는) 바꿔지고 있었다

ἐξῖστασθε

(너희는) 바꿔지고 있었다

ἐξῖσταντο

(그들은) 바꿔지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξέστησα

(나는) 바꾸었다

ἐξέστησας

(너는) 바꾸었다

ἐξέστησεν*

(그는) 바꾸었다

쌍수 ἐξεστήσατον

(너희 둘은) 바꾸었다

ἐξεστησάτην

(그 둘은) 바꾸었다

복수 ἐξεστήσαμεν

(우리는) 바꾸었다

ἐξεστήσατε

(너희는) 바꾸었다

ἐξέστησαν

(그들은) 바꾸었다

접속법단수 ἐκστήσω

(나는) 바꾸었자

ἐκστήσῃς

(너는) 바꾸었자

ἐκστήσῃ

(그는) 바꾸었자

쌍수 ἐκστήσητον

(너희 둘은) 바꾸었자

ἐκστήσητον

(그 둘은) 바꾸었자

복수 ἐκστήσωμεν

(우리는) 바꾸었자

ἐκστήσητε

(너희는) 바꾸었자

ἐκστήσωσιν*

(그들은) 바꾸었자

기원법단수 ἐκστησίην

(나는) 바꾸었기를 (바라다)

ἐκστησίης

(너는) 바꾸었기를 (바라다)

ἐκστησίη

(그는) 바꾸었기를 (바라다)

쌍수 ἐκστησίητον

(너희 둘은) 바꾸었기를 (바라다)

ἐκστησιήτην

(그 둘은) 바꾸었기를 (바라다)

복수 ἐκστησίημεν

(우리는) 바꾸었기를 (바라다)

ἐκστησίητε

(너희는) 바꾸었기를 (바라다)

ἐκστησίησαν

(그들은) 바꾸었기를 (바라다)

명령법단수 ἐκστήσον

(너는) 바꾸었어라

ἐκστησάτω

(그는) 바꾸었어라

쌍수 ἐκστήσατον

(너희 둘은) 바꾸었어라

ἐκστησάτων

(그 둘은) 바꾸었어라

복수 ἐκστήσατε

(너희는) 바꾸었어라

ἐκστησάντων

(그들은) 바꾸었어라

부정사 ἐκστήσαι

바꾸었는 것

분사 남성여성중성
ἐκστησᾱς

ἐκστησαντος

ἐκστησᾱσα

ἐκστησᾱσης

ἐκστησαν

ἐκστησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεστησάμην

(나는) 바꿔졌다

ἐξεστήσω

(너는) 바꿔졌다

ἐξεστήσατο

(그는) 바꿔졌다

쌍수 ἐξεστήσασθον

(너희 둘은) 바꿔졌다

ἐξεστησάσθην

(그 둘은) 바꿔졌다

복수 ἐξεστησάμεθα

(우리는) 바꿔졌다

ἐξεστήσασθε

(너희는) 바꿔졌다

ἐξεστήσαντο

(그들은) 바꿔졌다

접속법단수 ἐκστήσωμαι

(나는) 바꿔졌자

ἐκστήσῃ

(너는) 바꿔졌자

ἐκστήσηται

(그는) 바꿔졌자

쌍수 ἐκστήσησθον

(너희 둘은) 바꿔졌자

ἐκστήσησθον

(그 둘은) 바꿔졌자

복수 ἐκστησώμεθα

(우리는) 바꿔졌자

ἐκστήσησθε

(너희는) 바꿔졌자

ἐκστήσωνται

(그들은) 바꿔졌자

기원법단수 ἐκστησίμην

(나는) 바꿔졌기를 (바라다)

ἐκστήσιο

(너는) 바꿔졌기를 (바라다)

ἐκστήσιτο

(그는) 바꿔졌기를 (바라다)

쌍수 ἐκστήσισθον

(너희 둘은) 바꿔졌기를 (바라다)

ἐκστησίσθην

(그 둘은) 바꿔졌기를 (바라다)

복수 ἐκστησίμεθα

(우리는) 바꿔졌기를 (바라다)

ἐκστήσισθε

(너희는) 바꿔졌기를 (바라다)

ἐκστήσιντο

(그들은) 바꿔졌기를 (바라다)

명령법단수 ἐκστήσαι

(너는) 바꿔졌어라

ἐκστησάσθω

(그는) 바꿔졌어라

쌍수 ἐκστήσασθον

(너희 둘은) 바꿔졌어라

ἐκστησάσθων

(그 둘은) 바꿔졌어라

복수 ἐκστήσασθε

(너희는) 바꿔졌어라

ἐκστησάσθων

(그들은) 바꿔졌어라

부정사 ἐκστήσεσθαι

바꿔졌는 것

분사 남성여성중성
ἐκστησαμενος

ἐκστησαμενου

ἐκστησαμενη

ἐκστησαμενης

ἐκστησαμενον

ἐκστησαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὴν δὲ τὴν κολαζομένην εἰσ φορεῖον ἐνθέμενοι καὶ καταστεγάσαντεσ ἔξωθεν καὶ καταλαβόντεσ ἱμᾶσιν, ὡσ μηδὲ φωνὴν ἐξάκουστον γενέσθαι, κομίζουσι δι’ ἀγορᾶσ, ἐξίστανται δὲ πάντεσ σιωπῇ καὶ παραπέμπουσιν ἄφθογγοι μετά τινοσ δεινῆσ κατηφείασ οὐδὲ ἔστιν ἕτερον θέαμα φρικτότερον, οὐδ’ ἡμέραν ἡ πόλισ ἄλλην ἄγει στυγνοτέραν ἐκείνησ, ὅταν δὲ πρὸσ τὸν τόπον κομισθῇ τὸ φορεῖον, οἱ μὲν ὑπηρέται τοὺσ δεσμοὺσ ἐξέλυσαν, ὁ δὲ τῶν ἱερέων ἔξαρχοσ εὐχάσ τινασ ἀπορρήτουσ ποιησάμενοσ καὶ χεῖρασ ἀνατείνασ θεοῖσ πρὸ τῆσ ἀνάγκησ, ἐξάγει συγκεκαλυμμένην καὶ καθίστησιν ἐπὶ κλίμακοσ εἰσ τὸ οἴκημα κάτω φερούσησ. (Plutarch, Numa, chapter 10 6:1)

    (플루타르코스, Numa, chapter 10 6:1)

  • ἀλλ’ εἰ μὴ γιγνώσκοιμεν, καθότι μοχθηραὶ καὶ ὅπῃ τῆσ δεούσησ ἐξίστανται, πῶσ ἂν αὐτὰσ ἐπανάγειν οἱοῖ́ τ’ εἰήμεν ἐπὶ τὸ κρεῖττον; (Galen, On the Natural Faculties., B, section 843)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 843)

  • ἐξίστανται γὰρ ὑπὸ λύπησ καὶ ὀργῆσ ἐλεγχόμενοι παρ’ οἷσ εὐδοκιμεῖν ἀξιοῦσιν. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 32 10:1)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 32 10:1)

  • ὑπανίστανται δέ μοι ἤδη καὶ θάκων καὶ ὁδῶν ἐξίστανται οἱ πλούσιοι. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 4 32:2)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 4 32:2)

  • εἰ δέ τοι ἰόντων εἰσ μάχην σὺν ὅπλοισ, ἐν ᾧ πολλοὶ καὶ τῶν παλαιῶν μαθημάτων ἐξίστανται, ἐν τούτῳ δυνήσεταί τισ ἀπορραψῳδήσασ παραχρῆμα ἄνδρασ πολεμικοὺσ ποιῆσαι, πάντων ἂν ῥᾷστον εἰή καὶ μαθεῖν καὶ διδάξαι τὴν μεγίστην τῶν ἐν ἀνθρώποισ ἀρετήν. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 66:1)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 66:1)

유의어

  1. 제쳐놓다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION