Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐξοδοιπορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐξοδοιπορέω ἐξοδοιπορήσω

Structure: ἐξ (Prefix) + ὁδοιπορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to get out of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐξοδοιπόρω ἐξοδοιπόρεις ἐξοδοιπόρει
Dual ἐξοδοιπόρειτον ἐξοδοιπόρειτον
Plural ἐξοδοιπόρουμεν ἐξοδοιπόρειτε ἐξοδοιπόρουσιν*
SubjunctiveSingular ἐξοδοιπόρω ἐξοδοιπόρῃς ἐξοδοιπόρῃ
Dual ἐξοδοιπόρητον ἐξοδοιπόρητον
Plural ἐξοδοιπόρωμεν ἐξοδοιπόρητε ἐξοδοιπόρωσιν*
OptativeSingular ἐξοδοιπόροιμι ἐξοδοιπόροις ἐξοδοιπόροι
Dual ἐξοδοιπόροιτον ἐξοδοιποροίτην
Plural ἐξοδοιπόροιμεν ἐξοδοιπόροιτε ἐξοδοιπόροιεν
ImperativeSingular ἐξοδοιπο͂ρει ἐξοδοιπορεῖτω
Dual ἐξοδοιπόρειτον ἐξοδοιπορεῖτων
Plural ἐξοδοιπόρειτε ἐξοδοιποροῦντων, ἐξοδοιπορεῖτωσαν
Infinitive ἐξοδοιπόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐξοδοιπορων ἐξοδοιπορουντος ἐξοδοιπορουσα ἐξοδοιπορουσης ἐξοδοιπορουν ἐξοδοιπορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐξοδοιπόρουμαι ἐξοδοιπόρει, ἐξοδοιπόρῃ ἐξοδοιπόρειται
Dual ἐξοδοιπόρεισθον ἐξοδοιπόρεισθον
Plural ἐξοδοιποροῦμεθα ἐξοδοιπόρεισθε ἐξοδοιπόρουνται
SubjunctiveSingular ἐξοδοιπόρωμαι ἐξοδοιπόρῃ ἐξοδοιπόρηται
Dual ἐξοδοιπόρησθον ἐξοδοιπόρησθον
Plural ἐξοδοιπορώμεθα ἐξοδοιπόρησθε ἐξοδοιπόρωνται
OptativeSingular ἐξοδοιποροίμην ἐξοδοιπόροιο ἐξοδοιπόροιτο
Dual ἐξοδοιπόροισθον ἐξοδοιποροίσθην
Plural ἐξοδοιποροίμεθα ἐξοδοιπόροισθε ἐξοδοιπόροιντο
ImperativeSingular ἐξοδοιπόρου ἐξοδοιπορεῖσθω
Dual ἐξοδοιπόρεισθον ἐξοδοιπορεῖσθων
Plural ἐξοδοιπόρεισθε ἐξοδοιπορεῖσθων, ἐξοδοιπορεῖσθωσαν
Infinitive ἐξοδοιπόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐξοδοιπορουμενος ἐξοδοιπορουμενου ἐξοδοιπορουμενη ἐξοδοιπορουμενης ἐξοδοιπορουμενον ἐξοδοιπορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • πρὶν οὖν τιν’ ἀνδρῶν ἐξοδοιπορεῖν στέγησ, ξυνάπτετον λόγοισιν· (Sophocles, episode 1:8)

Synonyms

  1. to get out of

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION