헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξετάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξετάζω

형태분석: ἐξ (접두사) + ἐτάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 검사하다, 복습하다, 조사하다, 검토하다, 묻다
  2. 검사하다, 조사하다, 열거하다, 나열하다, 시험하다
  3. 비교하다, 평가하다, 비기다
  4. 등장하다, 나타나다, 보이게 되다
  1. to examine well or closely, inquire into, scrutinise, review
  2. to inspect, review, to pass in review, enumerate
  3. to examine or question, closely
  4. to estimate, compare
  5. to prove by testing, he is proved, to be found in the number of
  6. to present oneself, appear

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξετάζω

(나는) 검사한다

ἐξετάζεις

(너는) 검사한다

ἐξετάζει

(그는) 검사한다

쌍수 ἐξετάζετον

(너희 둘은) 검사한다

ἐξετάζετον

(그 둘은) 검사한다

복수 ἐξετάζομεν

(우리는) 검사한다

ἐξετάζετε

(너희는) 검사한다

ἐξετάζουσιν*

(그들은) 검사한다

접속법단수 ἐξετάζω

(나는) 검사하자

ἐξετάζῃς

(너는) 검사하자

ἐξετάζῃ

(그는) 검사하자

쌍수 ἐξετάζητον

(너희 둘은) 검사하자

ἐξετάζητον

(그 둘은) 검사하자

복수 ἐξετάζωμεν

(우리는) 검사하자

ἐξετάζητε

(너희는) 검사하자

ἐξετάζωσιν*

(그들은) 검사하자

기원법단수 ἐξετάζοιμι

(나는) 검사하기를 (바라다)

ἐξετάζοις

(너는) 검사하기를 (바라다)

ἐξετάζοι

(그는) 검사하기를 (바라다)

쌍수 ἐξετάζοιτον

(너희 둘은) 검사하기를 (바라다)

ἐξεταζοίτην

(그 둘은) 검사하기를 (바라다)

복수 ἐξετάζοιμεν

(우리는) 검사하기를 (바라다)

ἐξετάζοιτε

(너희는) 검사하기를 (바라다)

ἐξετάζοιεν

(그들은) 검사하기를 (바라다)

명령법단수 ἐξέταζε

(너는) 검사해라

ἐξεταζέτω

(그는) 검사해라

쌍수 ἐξετάζετον

(너희 둘은) 검사해라

ἐξεταζέτων

(그 둘은) 검사해라

복수 ἐξετάζετε

(너희는) 검사해라

ἐξεταζόντων, ἐξεταζέτωσαν

(그들은) 검사해라

부정사 ἐξετάζειν

검사하는 것

분사 남성여성중성
ἐξεταζων

ἐξεταζοντος

ἐξεταζουσα

ἐξεταζουσης

ἐξεταζον

ἐξεταζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξετάζομαι

(나는) 검사받는다

ἐξετάζει, ἐξετάζῃ

(너는) 검사받는다

ἐξετάζεται

(그는) 검사받는다

쌍수 ἐξετάζεσθον

(너희 둘은) 검사받는다

ἐξετάζεσθον

(그 둘은) 검사받는다

복수 ἐξεταζόμεθα

(우리는) 검사받는다

ἐξετάζεσθε

(너희는) 검사받는다

ἐξετάζονται

(그들은) 검사받는다

접속법단수 ἐξετάζωμαι

(나는) 검사받자

ἐξετάζῃ

(너는) 검사받자

ἐξετάζηται

(그는) 검사받자

쌍수 ἐξετάζησθον

(너희 둘은) 검사받자

ἐξετάζησθον

(그 둘은) 검사받자

복수 ἐξεταζώμεθα

(우리는) 검사받자

ἐξετάζησθε

(너희는) 검사받자

ἐξετάζωνται

(그들은) 검사받자

기원법단수 ἐξεταζοίμην

(나는) 검사받기를 (바라다)

ἐξετάζοιο

(너는) 검사받기를 (바라다)

ἐξετάζοιτο

(그는) 검사받기를 (바라다)

쌍수 ἐξετάζοισθον

(너희 둘은) 검사받기를 (바라다)

ἐξεταζοίσθην

(그 둘은) 검사받기를 (바라다)

복수 ἐξεταζοίμεθα

(우리는) 검사받기를 (바라다)

ἐξετάζοισθε

(너희는) 검사받기를 (바라다)

ἐξετάζοιντο

(그들은) 검사받기를 (바라다)

명령법단수 ἐξετάζου

(너는) 검사받아라

ἐξεταζέσθω

(그는) 검사받아라

쌍수 ἐξετάζεσθον

(너희 둘은) 검사받아라

ἐξεταζέσθων

(그 둘은) 검사받아라

복수 ἐξετάζεσθε

(너희는) 검사받아라

ἐξεταζέσθων, ἐξεταζέσθωσαν

(그들은) 검사받아라

부정사 ἐξετάζεσθαι

검사받는 것

분사 남성여성중성
ἐξεταζομενος

ἐξεταζομενου

ἐξεταζομενη

ἐξεταζομενης

ἐξεταζομενον

ἐξεταζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξῆταζον

(나는) 검사하고 있었다

ἐξῆταζες

(너는) 검사하고 있었다

ἐξῆταζεν*

(그는) 검사하고 있었다

쌍수 ἐξήταζετον

(너희 둘은) 검사하고 있었다

ἐξητᾶζετην

(그 둘은) 검사하고 있었다

복수 ἐξήταζομεν

(우리는) 검사하고 있었다

ἐξήταζετε

(너희는) 검사하고 있었다

ἐξῆταζον

(그들은) 검사하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξητᾶζομην

(나는) 검사받고 있었다

ἐξήταζου

(너는) 검사받고 있었다

ἐξήταζετο

(그는) 검사받고 있었다

쌍수 ἐξήταζεσθον

(너희 둘은) 검사받고 있었다

ἐξητᾶζεσθην

(그 둘은) 검사받고 있었다

복수 ἐξητᾶζομεθα

(우리는) 검사받고 있었다

ἐξήταζεσθε

(너희는) 검사받고 있었다

ἐξήταζοντο

(그들은) 검사받고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄκουε δή, ὦ θαυμάσιε, καὶ σκόπει καθ’ ὅσον ἡμεῖσ οἱ βάρβαροι εὐγνωμονέστερον ὑμῶν περὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν κρίνομεν, εἴ γε ἐν Ἄργει μὲν καὶ Μυκήναισ οὐδὲ τάφον ἔνδοξον ἔστιν ἰδεῖν Ὀρέστου ἢ Πυλάδου, παρ’ ἡμῖν δὲ καὶ νεὼσ ἀποδέδεικται αὐτοῖσ ἅμα ἀμφοτέροισ, ὥσπερ εἰκὸσ ἦν, ἑταίροισ γε οὖσι, καὶ θυσίαι προσάγονται καὶ ἡ ἄλλη τιμὴ ἅπασα, κωλύει τε οὐδὲν ὅτι ξένοι ἦσαν ἀλλὰ μὴ Σκύθαι ἀγαθοὺσ κεκρίσθαι καὶ ὑπὸ Σκυθῶν τῶν ἀρίστων θεραπεύεσθαι οὐ γὰρ ἐξετάζομεν ὅθεν οἱ καλοὶ καὶ ἀγαθοὶ εἰσιν, οὐδὲ φθονοῦμεν εἰ μὴ φίλοι ὄντεσ ἀγαθὰ εἰργάσαντο, ἐπαινοῦντεσ δὲ ἃ ἔπραξαν, οἰκείουσ αὐτοὺσ ἀπὸ τῶν ἔργων ποιούμεθα. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 5:1)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 5:1)

  • ἐξετάζομεν δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα, πόθεν ἡ γυνὴ τοῦ δεῖνοσ ἐπανήρχετο, τί δ’ ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα καθ’ ἑαυτοὺσ ἐν τῇ γωνίᾳ διελέγοντο. (Plutarch, De curiositate, section 2 2:3)

    (플루타르코스, De curiositate, section 2 2:3)

  • ἐξετάζομεν δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα πόθεν ἡ γυνὴ τοῦ δεῖνοσ ἐπανήρχετο, τί δ’ ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα καθ’ ἑαυτοὺσ ἐν τῇ γωνίᾳ διελέγοντο. (Plutarch, De curiositate, section 2 6:2)

    (플루타르코스, De curiositate, section 2 6:2)

  • ἀλλ’ ὃ μὲν ἔψευσται, λόγοσ ἡμῖν οὐδείσ ἃ δὲ τ ψεῦσται μόνον ἐξετάζομεν. (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 39 1:1)

    (플루타르코스, De Herodoti malignitate, section 39 1:1)

  • ἴδωμεν ῥᾳστώνησ τε πέρι καὶ χαλεπότητοσ πρὸσ τὸ τοῖσ ὁρῶσιν δοκεῖν ἀποχρώντωσ μεμιμῆσθαι, καὶ κατοψόμεθα ὅτι γῆν μὲν καὶ ὄρη καὶ ποταμοὺσ καὶ ὕλην οὐρανόν τε σύμπαντα καὶ τὰ περὶ αὐτὸν ὄντα καὶ ἰόντα πρῶτον μὲν ἀγαπῶμεν ἄν τίσ τι καὶ βραχὺ πρὸσ ὁμοιότητα αὐτῶν ἀπομιμεῖσθαι δυνατὸσ ᾖ, πρὸσ δὲ τούτοισ, ἅτε οὐδὲν εἰδότεσ ἀκριβὲσ περὶ τῶν τοιούτων, οὔτε ἐξετάζομεν οὔτε ἐλέγχομεν τὰ γεγραμμένα, σκιαγραφίᾳ δὲ ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα περὶ αὐτά· (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 8:1)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 8:1)

유의어

  1. 검사하다

  2. to examine or question

  3. 비교하다

  4. to prove by testing

  5. 등장하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION