헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προεξετάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προεξετάζω προεξετάσω

형태분석: προ (접두사) + ἐξ (접두사) + ἐτάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to examine before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεξετάζω

προεξετάζεις

προεξετάζει

쌍수 προεξετάζετον

προεξετάζετον

복수 προεξετάζομεν

προεξετάζετε

προεξετάζουσιν*

접속법단수 προεξετάζω

προεξετάζῃς

προεξετάζῃ

쌍수 προεξετάζητον

προεξετάζητον

복수 προεξετάζωμεν

προεξετάζητε

προεξετάζωσιν*

기원법단수 προεξετάζοιμι

προεξετάζοις

προεξετάζοι

쌍수 προεξετάζοιτον

προεξεταζοίτην

복수 προεξετάζοιμεν

προεξετάζοιτε

προεξετάζοιεν

명령법단수 προεξέταζε

προεξεταζέτω

쌍수 προεξετάζετον

προεξεταζέτων

복수 προεξετάζετε

προεξεταζόντων, προεξεταζέτωσαν

부정사 προεξετάζειν

분사 남성여성중성
προεξεταζων

προεξεταζοντος

προεξεταζουσα

προεξεταζουσης

προεξεταζον

προεξεταζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεξετάζομαι

προεξετάζει, προεξετάζῃ

προεξετάζεται

쌍수 προεξετάζεσθον

προεξετάζεσθον

복수 προεξεταζόμεθα

προεξετάζεσθε

προεξετάζονται

접속법단수 προεξετάζωμαι

προεξετάζῃ

προεξετάζηται

쌍수 προεξετάζησθον

προεξετάζησθον

복수 προεξεταζώμεθα

προεξετάζησθε

προεξετάζωνται

기원법단수 προεξεταζοίμην

προεξετάζοιο

προεξετάζοιτο

쌍수 προεξετάζοισθον

προεξεταζοίσθην

복수 προεξεταζοίμεθα

προεξετάζοισθε

προεξετάζοιντο

명령법단수 προεξετάζου

προεξεταζέσθω

쌍수 προεξετάζεσθον

προεξεταζέσθων

복수 προεξετάζεσθε

προεξεταζέσθων, προεξεταζέσθωσαν

부정사 προεξετάζεσθαι

분사 남성여성중성
προεξεταζομενος

προεξεταζομενου

προεξεταζομενη

προεξεταζομενης

προεξεταζομενον

προεξεταζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεξετάσω

προεξετάσεις

προεξετάσει

쌍수 προεξετάσετον

προεξετάσετον

복수 προεξετάσομεν

προεξετάσετε

προεξετάσουσιν*

기원법단수 προεξετάσοιμι

προεξετάσοις

προεξετάσοι

쌍수 προεξετάσοιτον

προεξετασοίτην

복수 προεξετάσοιμεν

προεξετάσοιτε

προεξετάσοιεν

부정사 προεξετάσειν

분사 남성여성중성
προεξετασων

προεξετασοντος

προεξετασουσα

προεξετασουσης

προεξετασον

προεξετασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεξετάσομαι

προεξετάσει, προεξετάσῃ

προεξετάσεται

쌍수 προεξετάσεσθον

προεξετάσεσθον

복수 προεξετασόμεθα

προεξετάσεσθε

προεξετάσονται

기원법단수 προεξετασοίμην

προεξετάσοιο

προεξετάσοιτο

쌍수 προεξετάσοισθον

προεξετασοίσθην

복수 προεξετασοίμεθα

προεξετάσοισθε

προεξετάσοιντο

부정사 προεξετάσεσθαι

분사 남성여성중성
προεξετασομενος

προεξετασομενου

προεξετασομενη

προεξετασομενης

προεξετασομενον

προεξετασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to examine before

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION