συνεπισκοπέω?
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사: synepiskopeō
고전 발음: [쉬네삐스꼬뻬오:]
신약 발음: [쉬내삐스꼬빼오]
기본형:
συνεπισκοπέω
συνεπισκέψομαι
형태분석:
συν
(접두사)
+
ἐπι
(접두사)
+
σκοπέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to examine together with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- διόπερ ὡς οἱό῀ν τε ἀναβὰς ἐπὶ τὴν σελήνην τῷ λόγῳ συναποδήμει τε καὶ συνεπισκόπει τὴν ὅλην τῶν ἐπὶ γῆς διάθεσιν. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 11:10)
(루키아노스, Icaromenippus, (no name) 11:10)
- ταῦτα μὲν οὖν συνεπισκόπει καὶ αὐτός, εἴτε προκοπῆς ἐστιν εἴτε τινὸς ἕξεως ἤδη βεβαιότητα καὶ κράτος ἐχούσης ἐπὶ τοῖς λόγοις ἀσάλευτον. (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 12 15:2)
(플루타르코스, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 12 15:2)
- πολλαχοῦ γὰρ ἐκπίπτει πρὸς τὸ ἐπιστημονικώτερον τῆς προκειμένης ἱστορίας, ἐκπεσὼν δὲ οὐκ ἀκριβεῖς ἀλλ ὁλοσχερεῖς ποιεῖται τὰς ἀποφάσεις, τρόπον τινὰ ἐν μὲν τοῖς γεωγραφικοῖς μαθηματικὸς ἐν δὲ τοῖς μαθηματικοῖς γεωγραφικὸς ὤν, ὥστε πρὸς ἄμφω δίδωσιν ἀφορμὰς τοῖς ἀντιλέγουσιν, ἐν δὲ τούτῳ τῷ ὑπομνήματι καὶ δικαίας καὶ οὗτος καὶ ὁ Τιμοσθένης, ὥστ οὐδ ἡμῖν καταλείπεται συνεπισκοπεῖν, ἀλλ ἀρκεῖσθαι τοῖς ὑπὸ τοῦ Ἱππάρχου λεχθεῖσιν. (Strabo, Geography, book 2, chapter 1 80:14)
(스트라본, 지리학, book 2, chapter 1 80:14)
- Ὁμήρου δ εἰς ταῦτα ὑπερβεβλημένου πάντας, ἀνάγκη συνεπισκοπεῖν καὶ τὰ ὑπ ἐκείνου λεχθέντα καὶ συγκρούειν πρὸς τὰ νῦν, καθάπερ καὶ μικρὸν ἔμπροσθεν ἔφαμεν. (Strabo, Geography, Book 8, chapter 3 46:6)
(스트라본, 지리학, Book 8, chapter 3 46:6)
유의어
-
to examine together with
파생어
- ἀνασκοπέω (to look at narrowly, examine well)
- ἀποσκοπέω (여기다, 존경하다, 뒤돌아 보다)
- διασκοπέω (다른 방식으로 보다, 검사하다, 고려하다)
- ἐπισκοπέω (조사하다, 검사하다, 관찰하다)
- κατασκοπέω (to view closely, spy out, to reconnoitre)
- παρασκοπέω (to give a sidelong glance at, to miss seeing the force of)
- περισκοπέω (to look round, to examine all round, observe carefully)
- προσκοπέω (뒤돌아 보다, 둘러보다, 감시하다)
- σκοπέω (조사하다, 검사하다, 바라보다)
- συνδιασκοπέω (to look through or examine along with)
- συσκοπέω (to contemplate along with or together)