헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προανακρίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προανακρίνω προανακρινῶ

형태분석: προ (접두사) + ἀνακρίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to examine before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προανακρίνω

προανακρίνεις

προανακρίνει

쌍수 προανακρίνετον

προανακρίνετον

복수 προανακρίνομεν

προανακρίνετε

προανακρίνουσιν*

접속법단수 προανακρίνω

προανακρίνῃς

προανακρίνῃ

쌍수 προανακρίνητον

προανακρίνητον

복수 προανακρίνωμεν

προανακρίνητε

προανακρίνωσιν*

기원법단수 προανακρίνοιμι

προανακρίνοις

προανακρίνοι

쌍수 προανακρίνοιτον

προανακρινοίτην

복수 προανακρίνοιμεν

προανακρίνοιτε

προανακρίνοιεν

명령법단수 προανάκρινε

προανακρινέτω

쌍수 προανακρίνετον

προανακρινέτων

복수 προανακρίνετε

προανακρινόντων, προανακρινέτωσαν

부정사 προανακρίνειν

분사 남성여성중성
προανακρινων

προανακρινοντος

προανακρινουσα

προανακρινουσης

προανακρινον

προανακρινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προανακρίνομαι

προανακρίνει, προανακρίνῃ

προανακρίνεται

쌍수 προανακρίνεσθον

προανακρίνεσθον

복수 προανακρινόμεθα

προανακρίνεσθε

προανακρίνονται

접속법단수 προανακρίνωμαι

προανακρίνῃ

προανακρίνηται

쌍수 προανακρίνησθον

προανακρίνησθον

복수 προανακρινώμεθα

προανακρίνησθε

προανακρίνωνται

기원법단수 προανακρινοίμην

προανακρίνοιο

προανακρίνοιτο

쌍수 προανακρίνοισθον

προανακρινοίσθην

복수 προανακρινοίμεθα

προανακρίνοισθε

προανακρίνοιντο

명령법단수 προανακρίνου

προανακρινέσθω

쌍수 προανακρίνεσθον

προανακρινέσθων

복수 προανακρίνεσθε

προανακρινέσθων, προανακρινέσθωσαν

부정사 προανακρίνεσθαι

분사 남성여성중성
προανακρινομενος

προανακρινομενου

προανακρινομενη

προανακρινομενης

προανακρινομενον

προανακρινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κύριοι δ’ ἦσαν καὶ τὰσ δίκασ αὐτοτελεῖσ κρίνειν, καὶ οὐχ ὥσπερ νῦν προανακρίνειν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 3 5:5)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 3 5:5)

  • τὰσ δ’ ἀρχὰσ περὶ μηθενὸσ κρίνειν ἀλλὰ μόνον προανακρίνειν, ὅνπερ ἡ τελευταία δημοκρατία νῦν διοικεῖται τρόπον, ἣν ἀνάλογόν φαμεν εἶναι ὀλιγαρχίᾳ τε δυναστευτικῇ καὶ μοναρχίᾳ τυραννικῇ. (Aristotle, Politics, Book 4 224:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 4 224:1)

유의어

  1. to examine before

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION