ἐξάπτω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐξάπτω
ἐξάψω
Structure:
ἐξ
(Prefix)
+
ά̔πτ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to fasten from, to
- to let, fall from
- to place upon
- to hang on
- to hang, to oneself, carry, about, wear
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Σέλευκοσ δὲ οὕτωσ ἐξηγεῖται ταύτην τὴν λέξιν γράβιόν ἐστιν τα πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον ὃ περιεθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν τοῖσ ὁδοιποροῦσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 57 2:4)
- παροξυνθέντοσ δὲ τοῦ πλήθουσ ἐπὶ τούτοισ, ἐνόησαν γὰρ τῶν ἀνθρώπων τὴν πονηρίαν, συνεὶσ ἐγὼ στάσιν μέλλουσαν ἐξάπτεσθαι καὶ προσεξερεθίσαι μᾶλλον βουλόμενοσ τὸν δῆμον ἐπὶ τοὺσ ἀνθρώπουσ, "ἀλλ’ εἴ γε μὴ ὀρθῶσ, εἶπον, ἔπραξα δοὺσ τὸν μισθὸν ἐκ τοῦ κοινοῦ τοῖσ πρέσβεσιν ὑμῶν, παύεσθε χαλεπαίνοντεσ· (Flavius Josephus, 355:1)
- ἦν γὰρ καὶ παρ’ αὐτῷ τισ ἄνθρωποσ ἄλλωσ μὲν εὐκαταφρόνητοσ καὶ παρημελημένοσ, οἰκίασ δὲ τῆσ ’ Ἀφρικανῶν Σκηπίων ἐκαλεῖτο Σαλλουστίων, τοῦτον ἐν ταῖσ μάχαισ προέταττεν ὥσπερ ἡγεμόνα τῆσ στρατιᾶσ, ἀναγκαζόμενοσ πολλάκισ ἐξάπτεσθαι Τῶν πολεμίων καὶ φιλομαχεῖν. (Plutarch, Caesar, chapter 52 3:1)
- ἔπειτα κοινῇ πρὸσ Πύρρον ἀποστείλαντεσ ἐκέλευον ἐξάπτεσθαι Μακεδονίασ καὶ μὴ νομίζειν σπονδὰσ αἷσ Δημήτριοσ οὐκ ἐκείνῳ τὸ μὴ πολεμεῖσθαι δέδωκεν, ἀλλ’ εἴληφεν ἑαυτῷ τὸ πολεμεῖν οἷσ βούλεται πρότερον. (Plutarch, Demetrius, chapter 44 1:2)
- ἢν δὲ ἔτι καθάρσιοσ τὰ πτύαλα δέηται, τοῖσι κηρώμασι Ῥητίνησ ξυντήκειν, ἢ τοῦ θείου τοῦ ἀπύρου ξυμμίσγειν · καὶ αὖθισ πυρίην τὸ χωρίον ἔχειν· ὡσ τρόποσ δὲ σικύησ· ἔχειν ὦν χρὴ κεραμεο ῦν κοῦφον ἁρμόζον τῇ πλευρῇ, εὐρὺ, ἤ τι χάλκεον, πρηνὲσ ἐπὶ τὰ χείλεα ἀμφιθεῖ ναι τοῖσι ἀλγέουσι· ὑποτιθέναι δὲ φλόγα μεγάλην ξὺν λίπαϊ, ὅκωσ ζῶσα ἐσ πολλὸν διαρκέῃ χρόνον· μὴ περισφίγγειν δὲ τὰ χείλεα πρὸσ τῇ σαρκὶ, ἀλλ’ ἐσ διαπνοὴν διαδοχή τισ ἔστω ὡσ μὴ διασβεσθέῃ τῇ πνιγί· ἐσ πολλὸν δὲ ἐξάπτεσθαι ἔνι· ἡ γὰρ ἔνδον ἐκείνου θέρμη, ἄριστον μὲν πυρίημα, ἀγαθὴ δὲ πρόκλησισ ἱδρώτων. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 402)
Synonyms
-
to fasten from
-
to let
- βάλλω ( I let fall)
- καταχέω ( I let fall)
- ἐπικαταβάλλω (to let fall down at)
- ἀνταφίημι (to let go or let fall in turn)
- σταλάω (to drop, let fall)
- σχάζω (to let fall, drop)
- ἀφῑ́ημι (to let fall from one's grasp)
- ἐκχαλάω (to let go from)
- ἐξανίημι (to let go)
- ἀποχέω (to pour out or off, shed, let fall)
- στάζω (to drop, let fall or shed drop by drop)
- μαδάω ( I fall off)
- περιπίπτω (to fall in with)
- πίπτω (I fall)
- τάσσω ( I fall in, form up)
- συνηβολέω (to fall in with)
- καταρρέω (to fall off)
- ἐπαντιάζω (to fall in with)
- ἐνσκήπτω (to fall in or on)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- ἐκρέω ( I fall off)
- ἐκπίπτω (to fall out of)
- ἀπορρέω (to fall off)
- ἀποστάζω (to let fall drop by drop, distil)
- προσστάζω (to drop on, shed over, letting fall)
-
to place upon
-
to hang on
Derived
- ἀνάπτω (bind or make fast to, moor, form a close connection with)
- ἅπτω (I kindle, set on fire, fasten fire to)
- ἀφάπτω (to fasten from or upon, to tie, on a string)
- ἐνάπτω (to bind on or to, to be fitted with, clad in)
- ἐναφάπτω (to fasten up in)
- ἐφάπτω (to bind on, to lay hold of, to lay hold of)
- καθάπτω (to fasten, fix or put upon, fastened)
- παράπτω (to fasten beside, fitted to, plied)
- περιάπτω (to tie, fasten, hang about or upon)
- περικαθάπτω (to fasten or hang on all round)
- προσάπτω (to fasten or attach to, attribute, to fix upon)
- συνάπτω (I join together, connect.)
- συνεφάπτομαι (to take part in, those who take part in, to join)
- ὑφάπτω (to set on fire from underneath, to inflame unperceived)