ἐξάπτω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐξάπτω
ἐξάψω
형태분석:
ἐξ
(접두사)
+
ά̔πτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 있다, 돌보다, 함께하다
- 허락하다, 수여하다, 해산시키다
- 근처에 있다, ~에 가깝다
- 나르다, 입다, 운반하다, 착용하다, 걸다, 얹다
- to fasten from, to
- to let, fall from
- to place upon
- to hang on
- to hang, to oneself, carry, about, wear
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπιὼν δὲ τὴν Βαβυλωνίαν ἅπασαν εὐθὺσ ἐπ’ αὐτῷ γενομένην ἐθαύμασε μάλιστα τό τε χάσμα τὸν πυρὸσ ὥσπερ ἐκ πηγῆσ συνεχῶσ ἀναφερομένου, καὶ τό ῥεῦμα τοῦ νάφθα λιμνάζοντοσ διὰ τὸ πλῆθοσ οὐ πόρρω τοῦ χάσματοσ, ὃσ τἆλλα μὲν ἀσφάλτῳ προσέοικεν, οὕτω δὲ εὐπαθὴσ πρὸσ τὸ πῦρ ἐστιν ὥστε, πρὶν ἢ θιγεῖν τὴν φλόγα, δι’ αὐτῆσ τῆσ περὶ τὸ φῶσ ἐξαπτόμενοσ αὐγῆσ τὸν μεταξὺ πολλάκισ ἀέρα συνεκκαίειν. (Plutarch, Alexander, chapter 35 1:1)
(플루타르코스, Alexander, chapter 35 1:1)
- Ὁκόταν δὲ ὁ πυρετὸσ λήγῃ, τοὐναντίον οἱ πόδεσ θερμότεροι γίγνονται τοῦ ἄλλου σώματοσ‧ αὔξεται μὲν γὰρ ψύχων τοὺσ πόδασ, ἐξαπτόμενοσ ἐκ τοῦ θώρηκοσ, ἐσ τὴν κεφαλὴν ἀναπέμπων τὴν φλόγα‧ ξυνδεδραμηκότοσ δὲ ἅλεσ τοῦ θερμοῦ ἅπαντοσ ἄνω, καὶ ἀναθυμιωμένου ἐσ τὴν κεφαλὴν, εἰκότωσ οἱ πόδεσ ψυχροὶ γίγνονται, ἄσαρκεσ καὶ νευρώδεεσ φύσει ἐόντεσ‧ ἔτι δὲ πουλὺ ἀπέχοντεσ τῶν θερμοτάτων τόπων ψύχονται, ξυναθροιζομένου τοῦ θερμοῦ ἐσ τὸν θώρηκα‧ καὶ πάλιν ἀνάλογον, λυομένου τοῦ πυρετοῦ καὶ κατακερματιζομένου, ἐσ τοὺσ πόδασ καταβαίνει‧ κατὰ δὲ τὸν χρόνον τοῦτον ἡ κεφαλὴ καὶ ὁ θώρηξ κατέψυκται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.7)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.7)
- καὶ τοῦδε μὲν Πομπήιοσ τῆσ οὐραγίασ ἐξαπτόμενοσ ἠνώχλει, ἡ δὲ περὶ Πραινεστὸν ἧσσα ὧδε ἐγένετο. (Appian, The Civil Wars, book 1, chapter 10 3:6)
(아피아노스, The Civil Wars, book 1, chapter 10 3:6)
유의어
-
있다
-
허락하다
- βάλλω (떨어뜨리다)
- καταχέω ( 뛰어내리다)
- ἐπικαταβάλλω (to let fall down at)
- ἀνταφίημι (to let go or let fall in turn)
- σταλάω (떨어뜨리다, 뛰어내리다, 언급하다)
- σχάζω (떨어뜨리다, 뛰어내리다, 언급하다)
- ἀφῑ́ημι (to let fall from one's grasp)
- ἐκχαλάω (to let go from)
- ἐξανίημι (내놓다, 놓다)
- ἀποχέω (흘리다, 뛰어내리다, 쏟다)
- στάζω (떨어뜨리다)
- μαδάω ( I fall off)
- περιπίπτω (만나다, 우연히 만나다)
- πίπτω (떨어지다, 넘어지다)
- τάσσω ( I fall in, form up)
- συνηβολέω (만나다, 우연히 만나다)
- καταρρέω (to fall off)
- ἐπαντιάζω (만나다, 우연히 만나다)
- ἐνσκήπτω (to fall in or on)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- ἐκρέω ( I fall off)
- ἐκπίπτω (to fall out of)
- ἀπορρέω (to fall off)
- ἀποστάζω (증류하다)
- προσστάζω (to drop on, shed over, letting fall)
-
to place upon
-
근처에 있다
파생어
- ἀνάπτω (보여주다, 추론하다, 수여하다)
- ἅπτω (점화하다, 불을 붙이다, 불 붙이다)
- ἀφάπτω (비기다, 맺다, 매다)
- ἐνάπτω (점화하다, 불을 붙이다, 불 붙이다)
- ἐναφάπτω (to fasten up in)
- ἐφάπτω (묶다, 매다, 달성하다)
- καθάπτω (매다, 고정하다, 잠그다)
- παράπτω (to fasten beside, fitted to, plied)
- περιάπτω (매다, 고정하다, 잠그다)
- περικαθάπτω (to fasten or hang on all round)
- προσάπτω (~때문이라고 생각하다, ~탓으로 돌리다, 원인으로 여기다)
- συνάπτω (연결하다, 연합하다, 잇다)
- συνεφάπτομαι (개입하다, 간섭하다, 참여하다)
- ὑφάπτω (to set on fire from underneath, to inflame unperceived)