헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεφάπτομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεφάπτομαι συνεφάψομαι

형태분석: συν (접두사) + ἐπ (접두사) + ά̔πτ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 개입하다, 간섭하다
  2. 참여하다, 연결하다, 잇다
  1. to take part in, those who take part in
  2. to join, in attacking

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφάπτομαι

(나는) 개입한다

συνεφάπτει, συνεφάπτῃ

(너는) 개입한다

συνεφάπτεται

(그는) 개입한다

쌍수 συνεφάπτεσθον

(너희 둘은) 개입한다

συνεφάπτεσθον

(그 둘은) 개입한다

복수 συνεφαπτόμεθα

(우리는) 개입한다

συνεφάπτεσθε

(너희는) 개입한다

συνεφάπτονται

(그들은) 개입한다

접속법단수 συνεφάπτωμαι

(나는) 개입하자

συνεφάπτῃ

(너는) 개입하자

συνεφάπτηται

(그는) 개입하자

쌍수 συνεφάπτησθον

(너희 둘은) 개입하자

συνεφάπτησθον

(그 둘은) 개입하자

복수 συνεφαπτώμεθα

(우리는) 개입하자

συνεφάπτησθε

(너희는) 개입하자

συνεφάπτωνται

(그들은) 개입하자

기원법단수 συνεφαπτοίμην

(나는) 개입하기를 (바라다)

συνεφάπτοιο

(너는) 개입하기를 (바라다)

συνεφάπτοιτο

(그는) 개입하기를 (바라다)

쌍수 συνεφάπτοισθον

(너희 둘은) 개입하기를 (바라다)

συνεφαπτοίσθην

(그 둘은) 개입하기를 (바라다)

복수 συνεφαπτοίμεθα

(우리는) 개입하기를 (바라다)

συνεφάπτοισθε

(너희는) 개입하기를 (바라다)

συνεφάπτοιντο

(그들은) 개입하기를 (바라다)

명령법단수 συνεφάπτου

(너는) 개입해라

συνεφαπτέσθω

(그는) 개입해라

쌍수 συνεφάπτεσθον

(너희 둘은) 개입해라

συνεφαπτέσθων

(그 둘은) 개입해라

복수 συνεφάπτεσθε

(너희는) 개입해라

συνεφαπτέσθων, συνεφαπτέσθωσαν

(그들은) 개입해라

부정사 συνεφάπτεσθαι

개입하는 것

분사 남성여성중성
συνεφαπτομενος

συνεφαπτομενου

συνεφαπτομενη

συνεφαπτομενης

συνεφαπτομενον

συνεφαπτομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφάψομαι

(나는) 개입하겠다

συνεφάψει, συνεφάψῃ

(너는) 개입하겠다

συνεφάψεται

(그는) 개입하겠다

쌍수 συνεφάψεσθον

(너희 둘은) 개입하겠다

συνεφάψεσθον

(그 둘은) 개입하겠다

복수 συνεφαψόμεθα

(우리는) 개입하겠다

συνεφάψεσθε

(너희는) 개입하겠다

συνεφάψονται

(그들은) 개입하겠다

기원법단수 συνεφαψοίμην

(나는) 개입하겠기를 (바라다)

συνεφάψοιο

(너는) 개입하겠기를 (바라다)

συνεφάψοιτο

(그는) 개입하겠기를 (바라다)

쌍수 συνεφάψοισθον

(너희 둘은) 개입하겠기를 (바라다)

συνεφαψοίσθην

(그 둘은) 개입하겠기를 (바라다)

복수 συνεφαψοίμεθα

(우리는) 개입하겠기를 (바라다)

συνεφάψοισθε

(너희는) 개입하겠기를 (바라다)

συνεφάψοιντο

(그들은) 개입하겠기를 (바라다)

부정사 συνεφάψεσθαι

개입할 것

분사 남성여성중성
συνεφαψομενος

συνεφαψομενου

συνεφαψομενη

συνεφαψομενης

συνεφαψομενον

συνεφαψομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεφήπτομην

(나는) 개입하고 있었다

συνεφῆπτου

(너는) 개입하고 있었다

συνεφῆπτετο

(그는) 개입하고 있었다

쌍수 συνεφῆπτεσθον

(너희 둘은) 개입하고 있었다

συνεφήπτεσθην

(그 둘은) 개입하고 있었다

복수 συνεφήπτομεθα

(우리는) 개입하고 있었다

συνεφῆπτεσθε

(너희는) 개입하고 있었다

συνεφῆπτοντο

(그들은) 개입하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἀνδρὶ δὲ τὸ κάλλιστον ἐπιχειροῦντι θήραμα φιλίαν ἑλεῖν οὔτε θεὸσ οὔτε δαίμων ἀπευθύνει καὶ συνεφάπτεται τῆσ ὁρμῆσ; (Plutarch, Amatorius, section 14 1:7)

    (플루타르코스, Amatorius, section 14 1:7)

  • εἰ τοῦ παθητικοῦ μὴ συνεφάπτοιτο μηδὲ συμπαραλαμβάνοι τὸ ἄλογον ὥστε καὶ τούτῳ δύ’ ὄντα καὶ διαφέροντα δηλοῦσθαι ταῖσ δυνάμεσιν ἀλλήλων. (Plutarch, De virtute morali, section 11 11:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 11 11:1)

  • ὅταν δὲ μὴ μετὰ πάθουσ ἀλλ’ αὐτὸ καθ’ αὑτὸ κινῆται τὸ διανοητικόν, ἡσυχίαν ἄγει τὸ σῶμα καὶ καθέστηκεν οὔτε κοινωνοῦν οὔτε μετέχον αὐτὸ τῆσ ἐνεργείασ τοῦ φρονοῦντοσ, εἰ τοῦ παθητικοῦ μὴ συνεφάπτοιτο μηδὲ συμπαραλαμβάνοι τὸ ἄλογον ὥστε καὶ τούτῳ δύ’ ὄντα δηλοῦσθαι καὶ διαφέροντα ταῖσ δυνάμεσιν ἀλλήλων. (Plutarch, De virtute morali, section 11 4:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 11 4:1)

  • "ἐσχάτη δὲ συνεφάπτεται περὶ γῆν ἡ Λάχεσισ, ᾗ πλεῖστον τύχησ μέτεστι. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 3031)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 3031)

  • ἐπαρθεὶσ δὲ τούτοισ προσήγετο τοὺσ ἀρίστουσ καὶ συνεφάπτεσθαι παρεκάλει, κρύφα διαλεγόμενοσ τοῖσ φίλοισ πρῶτον, εἶτα οὕτωσ κατὰ μικρὸν ἁπτόμενοσ πλειόνων καὶ συνιστὰσ ἐπὶ τὴν πρᾶξιν. (Plutarch, Lycurgus, chapter 5 4:1)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 5 4:1)

유의어

  1. 개입하다

  2. 참여하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION