- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσστάζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: prosstazō 고전 발음: [도:] 신약 발음: [따조]

기본형: προσστάζω προσστάξω

형태분석: προς (접두사) + στάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to drop on, shed over, letting fall

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσστάζω

προσστάζεις

προσστάζει

쌍수 προσστάζετον

προσστάζετον

복수 προσστάζομεν

προσστάζετε

προσστάζουσι(ν)

접속법단수 προσστάζω

προσστάζῃς

προσστάζῃ

쌍수 προσστάζητον

προσστάζητον

복수 προσστάζωμεν

προσστάζητε

προσστάζωσι(ν)

기원법단수 προσστάζοιμι

προσστάζοις

προσστάζοι

쌍수 προσστάζοιτον

προσσταζοίτην

복수 προσστάζοιμεν

προσστάζοιτε

προσστάζοιεν

명령법단수 προσστάζε

προσσταζέτω

쌍수 προσστάζετον

προσσταζέτων

복수 προσστάζετε

προσσταζόντων, προσσταζέτωσαν

부정사 προσστάζειν

분사 남성여성중성
προσσταζων

προσσταζοντος

προσσταζουσα

προσσταζουσης

προσσταζον

προσσταζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσστάζομαι

προσστάζει, προσστάζῃ

προσστάζεται

쌍수 προσστάζεσθον

προσστάζεσθον

복수 προσσταζόμεθα

προσστάζεσθε

προσστάζονται

접속법단수 προσστάζωμαι

προσστάζῃ

προσστάζηται

쌍수 προσστάζησθον

προσστάζησθον

복수 προσσταζώμεθα

προσστάζησθε

προσστάζωνται

기원법단수 προσσταζοίμην

προσστάζοιο

προσστάζοιτο

쌍수 προσστάζοισθον

προσσταζοίσθην

복수 προσσταζοίμεθα

προσστάζοισθε

προσστάζοιντο

명령법단수 προσστάζου

προσσταζέσθω

쌍수 προσστάζεσθον

προσσταζέσθων

복수 προσστάζεσθε

προσσταζέσθων, προσσταζέσθωσαν

부정사 προσστάζεσθαι

분사 남성여성중성
προσσταζομενος

προσσταζομενου

προσσταζομενη

προσσταζομενης

προσσταζομενον

προσσταζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to drop on

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION