Ancient Greek-English Dictionary Language

δίκαιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δίκαιος δικαίᾱ δίκαιον

Structure: δικαι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: di/kh

Sense

  1. observant of custom, orderly, civilized
  2. righteous
  3. equal, even, balanced
  4. exact, specific
  5. lawful, just, right
  6. fitting, normal
  7. real, genuine

Examples

  • καὶ σὺ σεαυτῷ σκέψαι ἀπὸ παντὸσ τοῦ λαοῦ ἄνδρασ δυνατούσ, θεοσεβεῖσ, ἄνδρασ δικαίουσ, μισοῦντασ ὑπερηφανίαν, καὶ καταστήσεισ ἐπ̓ αὐτὸν χιλιάρχουσ καὶ ἑκατοντάρχουσ καὶ πεντηκοντάρχουσ καὶ δεκαδάρχουσ, (Septuagint, Liber Exodus 18:21)
  • ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίουσ, καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰσ δέησιν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 33:16)
  • ὅτι βραχίονεσ ἁμαρτωλῶν συντριβήσονται, ὑποστηρίζει δὲ δικαίουσ ὁ Κύριοσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 36:17)
  • Κύριοσ σοφοῖ τυφλούσ, Κύριοσ ἀνορθοῖ κατερραγμένουσ, Κύριοσ ἀγαπᾷ δικαίουσ, (Septuagint, Liber Psalmorum 145:8)
  • μή μοι εἴη δικαίουσ ὑμᾶσ ἀποφῆναι, ἕωσ ἂν ἀποθάνω, οὐ γὰρ ἀπολλάξω μου τὴν ἀκακίαν μου. (Septuagint, Liber Iob 27:5)

Synonyms

  1. righteous

  2. equal

  3. exact

  4. real

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION