διήκω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διήκω
διήξω
형태분석:
δι
(접두사)
+
ή̔κ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 겪다, 나열하다, 통과하다
- 도망치다, 등한시하다
- to extend or reach
- to go through, pervade
- to pass over
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Πομπηίου τοῦ νέου καὶ τῶν φίλων προδότην ἀποκαλούντων καὶ τὰ ξίφη σπασαμένων, εἰ μὴ Κάτων ἐνστὰσ μόλισ ἀφείλετο καὶ διῆκεν αὐτὸν ἐκ τοῦ στρατοπέδου, κατασχὼν δ’ εἷσ Βρεντέσιον ἐνταῦθα διέτριβε, Καίσαρα περιμένων βραδύνοντα διὰ τὰσ ἐν Ἀσίᾳ καὶ περὶ Αἴγυπτον ἀσχολίασ, ἐπεὶ δ’ εἷσ Τάραντα καθωρμισμένοσ ἀπηγγέλλετο καὶ πεζῇ παριϊὼν ἐκεῖθεν εἷσ Βρεντέσιον, ὡρ́μησε πρὸσ αὐτόν, οὐ πάνυ μὲν ὢν δύσελπισ, αἰδούμενοσ δὲ πολλῶν παρόντων ἀνδρὸσ ἐχθροῦ καὶ κρατοῦντοσ λαμβάνειν πεῖραν. (Plutarch, Cicero, chapter 39 2:1)
(플루타르코스, Cicero, chapter 39 2:1)
- ἐν δὲ ταῖσ Ἀθήναισ τῆσ Παράλου ἀφικομένησ νυκτὸσ ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶσ διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰσ ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτεροσ τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλων· (Xenophon, Hellenica, , chapter 2 5:1)
(크세노폰, Hellenica, , chapter 2 5:1)
- ἐπεὶ δ’ αὖ ὁ Ἆγισ ἀπιὼν διέβη πάλιν τὸν Ἀλφειόν, φρουροὺσ καταλιπὼν ἐν Ἐπιταλίῳ πλησίον τοῦ Ἀλφειοῦ καὶ Λύσιππον ἁρμοστὴν καὶ τοὺσ ἐξ Ἤλιδοσ φυγάδασ, τὸ μὲν στράτευμα διῆκεν, αὐτὸσ δὲ οἴκαδε ἀπῆλθε. (Xenophon, Hellenica, , chapter 2 35:2)
(크세노폰, Hellenica, , chapter 2 35:2)
- Καῖσαρ δὲ τοὺσ μὲν αὐτῶν πολλοὺσ διῆκεν, ὁπόσοι δὲ συγγενεῖσ ὄντεσ Ἡρώδου συνεστράτευον αὐτοῖσ τούσδε ἐκόλασεν μόνουσ, εἰ μηδὲν φροντίσαντεσ τοῦ δικαίου κατὰ τῶν οἰκείων ἐστράτευον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 357:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 17 357:1)
유의어
-
to extend or reach
-
도망치다
- παραλείπω (흐르다, ~보다 낫다, 등한시하다)
- παρεξέρχομαι (도망치다, 등한시하다)
- ὑπερέρχομαι (도망치다, 등한시하다)
- μέτειμι (도망치다, 등한시하다)
- εἰσπεράω (to pass over into)
- παρίημι (흐르다, ~보다 낫다, 등한시하다)
- ἐκλείπω (떠나다, 지나치다, 가 버리다)
- ἐκδιαβαίνω (to pass quite over)
- παρασιωπάω (to pass over in silence)
- ὑποσιωπάω (to pass over in silence)
- διασιωπάω (to pass over in silence)
- παρακίω (흐르다, ~보다 낫다)
- περάω (to pass to or from)
- παροδεύω (흐르다, ~보다 낫다)
- παρέχομαι (지나가다, 지나치다)
- παρέρπω (흐르다, ~보다 낫다)
- ἐξορίζω (지나가다, 지나치다)
- παραμείβω (지나가다, 흘러가다, 지나치다)
- παραμείβω (지나가다, 지나치다)
- ἀντιμεθίστημι (to pass over to the other side)
- παραμείβω (침묵을 지키다, 조용히 떠나다, 조용히 지나가다)
- ἐκπεράω (겪다, 나열하다, 통과하다)
- παρακομίζω (도망치다, 등한시하다, 지나치다)
- ποντοπορεύω (바다를 건너다)
- ὑπερβάλλω (넘어서다, 넘어가다, 건너오다)
- διαβαίνω (도망치다, 등한시하다, 지나치다)
- μετρέω (횡단하다, 가로지르다, 측정하다)
- ἐπινίσσομαι (투항하다, 넘어가다)
- ὑπερβαίνω (무시하다, 흐르다, 생략하다)
- παραβαίνω (무시하다, 생략하다, 못 보고 넘어가다)
파생어
- ἀνήκω (to have come up to, reach up to, reaching up)
- ἀφήκω (도착하다, 닿다)
- εἰσήκω (to have come in, to be about to come in)
- ἐξήκω (넘겨 던지다, ~를 지나가다, 거치다)
- ἐπανήκω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- ἐφήκω (to have arrived, reaches, occupies)
- ἥκω (출석하다, 제공하다, 바치다)
- καθήκω (만나다, 맞다, 맞추다)
- μεθήκω (to be come in quest of)
- παρήκω (옆에 눕다, 인접하다, 이어져 있다)
- περιήκω (to have come round to one, that which has fallen to, lot)
- προήκω (to have gone before, be the first, to have advanced)
- προσήκω (도달하다, 닿다, 출석하다)
- συνήκω (만나다, 접하다, 맞다)