- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀκοντίζω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: akontizō 고전 발음: [아꼰띠도:] 신약 발음: [아꼰띠조]

기본형: ἀκοντίζω

형태분석: ἀκοντίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ἄκων

  1. 찌르다, 꿰뚫다
  1. to hurl a javelin, darted with, darted
  2. to hit with a javelin, to be so hit or wounded
  3. to shoot forth rays
  4. to pierce

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀκοντίζω

ἀκοντίζεις

ἀκοντίζει

쌍수 ἀκοντίζετον

ἀκοντίζετον

복수 ἀκοντίζομεν

ἀκοντίζετε

ἀκοντίζουσι(ν)

접속법단수 ἀκοντίζω

ἀκοντίζῃς

ἀκοντίζῃ

쌍수 ἀκοντίζητον

ἀκοντίζητον

복수 ἀκοντίζωμεν

ἀκοντίζητε

ἀκοντίζωσι(ν)

기원법단수 ἀκοντίζοιμι

ἀκοντίζοις

ἀκοντίζοι

쌍수 ἀκοντίζοιτον

ἀκοντιζοίτην

복수 ἀκοντίζοιμεν

ἀκοντίζοιτε

ἀκοντίζοιεν

명령법단수 ἀκόντιζε

ἀκοντιζέτω

쌍수 ἀκοντίζετον

ἀκοντιζέτων

복수 ἀκοντίζετε

ἀκοντιζόντων, ἀκοντιζέτωσαν

부정사 ἀκοντίζειν

분사 남성여성중성
ἀκοντιζων

ἀκοντιζοντος

ἀκοντιζουσα

ἀκοντιζουσης

ἀκοντιζον

ἀκοντιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀκοντίζομαι

ἀκοντίζει, ἀκοντίζῃ

ἀκοντίζεται

쌍수 ἀκοντίζεσθον

ἀκοντίζεσθον

복수 ἀκοντιζόμεθα

ἀκοντίζεσθε

ἀκοντίζονται

접속법단수 ἀκοντίζωμαι

ἀκοντίζῃ

ἀκοντίζηται

쌍수 ἀκοντίζησθον

ἀκοντίζησθον

복수 ἀκοντιζώμεθα

ἀκοντίζησθε

ἀκοντίζωνται

기원법단수 ἀκοντιζοίμην

ἀκοντίζοιο

ἀκοντίζοιτο

쌍수 ἀκοντίζοισθον

ἀκοντιζοίσθην

복수 ἀκοντιζοίμεθα

ἀκοντίζοισθε

ἀκοντίζοιντο

명령법단수 ἀκοντίζου

ἀκοντιζέσθω

쌍수 ἀκοντίζεσθον

ἀκοντιζέσθων

복수 ἀκοντίζεσθε

ἀκοντιζέσθων, ἀκοντιζέσθωσαν

부정사 ἀκοντίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀκοντιζομενος

ἀκοντιζομενου

ἀκοντιζομενη

ἀκοντιζομενης

ἀκοντιζομενον

ἀκοντιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅλως γὰρ τὰ τοιαῦτα ἐπινοοῦσι καὶ λέγουσιν, ἃ μάλιστα ἴσασιν ἐς ὀργὴν δυνάμενα προκαλέσασθαι τὸν ἀκροώμενον, καὶ ἔνθα τρωτός ἐστιν ἕκαστος ἐπιστάμενοι, ἐπ ἐκεῖνο τοξεύουσι καὶ ἀκοντίζουσιν ἐς αὐτό, ὥστε τῇ παραυτίκα ὀργῇ τεταραγμένον μηκέτι σχολὴν ἄγειν τῇ ἐξετάσει τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ κἂν θέλῃ τις ἀπολογεῖσθαι, μὴ προσίεσθαι, τῷ παραδόξῳ τῆς ἀκροάσεως ὡς ἀληθεῖ προκατειλημμένον. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 15:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 15:1)

  • "πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύνουσι καὶ ἀντίον ἱστάμενοι ἀκοντίζουσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 44 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 44 1:2)

  • τούτων αἱ γυναῖκες ἱππάζονταί τε καὶ τοξεύουσι καὶ ἀκοντίζουσιν ἀπὸ τῶν ἵππων καὶ μάχονται τοῖς πολεμίοις, ἑώς ἂν παρθένοι ἐώσιν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xvii.4)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xvii.4)

유의어

  1. to hurl a javelin

  2. to shoot forth rays

  3. 찌르다

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION