ἀφικνέομαι?
ε 축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사: aphikneomai
고전 발음: [아픽네오마이]
신약 발음: [아픽내오매]
기본형:
ἀφικνέομαι
형태분석:
ἀπ
(접두사)
+
ἱκνέ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 도착하다, 도달하다, 닿다, 달성하다, 되다, 다다르다, 얻다, 뻗다, 다가가다
- 오다, 되다
- to come to, from, to arrive at, reach, to arrive, the person reached, came up, to come up to
- to come into
- to come
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἰόμενοι γὰρ σατυρικὰ καὶ γελοῖά τινα καὶ κομιδῇ κωμικὰ παρ ἡμῶν ἀκούσεσθαι - τοιαῦτα γὰρ ^ πεπιστεύκασιν, οὐκ οἶδ ὅ τι δόξαν αὐτοῖς ὑπὲρ ἐμοῦ οἱ μὲν οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ἀφικνοῦνται, ὡς οὐδὲν δέον παρέχειν τὰ ὦτα κώμοις γυναικείοις καὶ σκιρτήμασι σατυρικοῖς καταβάντας ἀπὸ τῶν ἐλεφάντων, οἱ δὲ ὡς ἐπὶ τοιοῦτό τι ἥκοντες ἀντὶ τοῦ κιττοῦ σίδηρον εὑρόντες οὐδ οὕτως ἐπαινεῖν τολμῶσι τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος τεθορυβημένοι. (Lucian, (no name) 5:3)
(루키아노스, (no name) 5:3)
- οὐ καινὰ μὲν ταῦτα, ὦ ἄνδρες δικασταί, οὐδὲ παράδοξα τὰ ^ ὑπὸ τοῦ πατρὸς ἐν τῷ παρόντι γιγνόμενα, οὐδὲ νῦν πρῶτον τὰ τοιαῦτα ὀργίζεται, ἀλλὰ πρόχειρος οὗτος ὁ νόμος αὐτῷ καὶ συνήθως ἐπὶ τοῦτ ἀφικνεῖται τὸ δικαστήριον. (Lucian, Abdicatus, (no name) 1:1)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 1:1)
- καὶ ὅσον ἐπὶ τῇ γῇ, βαθεῖ λιμῷ ἀεὶ συνῆμεν ἄν, τὸ δ ἱερὸν καὶ ὁ Πύθιος καὶ τὸ χρηστήριον καὶ οἱ θύοντες καὶ οἱ εὐσεβοῦντες, ταῦτα Δελφῶν τὰ πεδία, ταῦτα ἡ πρόσοδος, ἐντεῦθεν ἡ εὐπορία, ἐντεῦθεν αἱ τροφαὶ - χρὴ γὰρ τἀληθῆ πρός γε ἡμᾶς αὐτοὺς λέγειν - καὶ τὸ λεγόμενον ὑπὸ τῶν ποιητῶν, ἄσπαρτα ἡμῖν καὶ ἀνήροτα φύεται τὰ πάντα ὑπὸ γεωργῷ τῷ θεῷ, ὃς οὐ μόνον τὰ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἀγαθὰ γιγνόμενα παρέχει, ἀλλ εἴ τι ἐν Φρυξὶν ἢ Λυδοῖς ἢ Πέρσαις ἢ Ἀσσυρίοις ἢ Φοίνιξιν ἢ Ἰταλιώταις ἢ Ὑπερβορέοις αὐτοῖς, πάντα ἐς Δελφοὺς ἀφικνεῖται. (Lucian, Phalaris, book 2 8:4)
(루키아노스, Phalaris, book 2 8:4)
- ἀποδρὰς οὖν ἐκεῖθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἀφικνοῦμαι συνεχὲς ἀναλύζων καὶ δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπόπλεως, καὶ διηγοῦμαι τὴν σκυτάλην καὶ τοὺς μώλωπας ἐδείκνυον, καὶ κατηγόρουν πολλήν τινα ὠμότητα, προσθεὶς ὅτι ὑπὸ φθόνου ταῦτα ἔδρασε, μὴ αὐτὸν ὑπερβάλωμαι κατὰ τὴν τέχνην. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 4:1)
(루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 4:1)
- νῦν δὲ ὀλίγοι, ὡς ὁρᾷς, ἀφικνοῦνται ἡμῖν: (Lucian, Dialogi mortuorum, 4:3)
(루키아노스, Dialogi mortuorum, 4:3)
유의어
-
도착하다
-
to come into
- εἴσειμι (뜰로 들어가다)
- εἰσέρχομαι (뜰로 들어가다)
- εἰσβαίνω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ὁμιλέω (방문하다, ~에 접촉해 있다, 찾다)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- σύνειμι (들어오다, 참여하다)
- ἐκπίπτω (나오다, 나다)
- βάσκω (가다, 오다, 나아가다)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- ἱκνέομαι (오다, 되다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- παραβάλλω (to come n)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἵκω (도착하다, 도달하다)
- ἀμείβω (comes on)
- ἀγρέω (오다, 되다, 어마어마하게 몰려오다)
- βλώσκω (가다, 오다, 나아가다)
- ἔξειμι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐξικνέομαι (도착하다, 도달하다)
- ἑρπύζω (가다, 오다, 나아가다)
- εἰσαφικάνω (도착하다, 도달하다)
- εἰσνέομαι (들어가다, 입장하다)
- εἰσαναβαίνω (to go up to or into)
- εἰσάνειμι (to go up into)
- εἰσέρπω (들어가다, 입장하다)
- γίγνομαι ( 나다, 태어나다)
- ἐπεισέρχομαι (to come into beside, to be imported)
- ἐμβατεύω (길에 들어서다, 시작하다, 여행을 시작하다)
- εἰσαφικνέομαι (to come into or to, reach or arrive at)
- προσίστημι (앞장서다)
-
오다
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (나오다, 나다)
- ἑρπύζω (가다, 오다, 나아가다)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- ἱκνέομαι (오다, 되다)
- ἵκω (도착하다, 도달하다)
- παραβάλλω (to come n)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- σύνειμι (들어오다, 참여하다)
- εἰσαφικάνω (도착하다, 도달하다)
- βλώσκω (가다, 오다, 나아가다)
- ἔξειμι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἀμείβω (comes on)
- ἀγρέω (오다, 되다, 어마어마하게 몰려오다)
- βάσκω (가다, 오다, 나아가다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐξικνέομαι (도착하다, 도달하다)
- συνεκπεράω (to come out together)
- συμπορεύομαι (모으다, 합치다)
- ἱκνέομαι (마주치다, 입장하다)
- ἵκω (안으로 던지다, 마주치다, ~에 원인이 있다)
- προσέρπω (to come to or upon)
- προσβαίνω (마주치다, 입장하다)
- ἔπειμι (마주치다, 입장하다)
- περιβαίνω (to come round)
- περίειμι (to come round to)
- περιέρχομαι (to come round)
- περινίσσομαι (to come round)
- κατίσχω (내려오다, 내리다)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (오다)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- πρόσειμι (여기 있다, 가까이 있다)
- παρίστημι (오다, 되다, 어마어마하게 몰려오다)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- ἔξειμι (등장하다, 나타나다)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ἀνύω (끝나다)
- περαίνω (끝내다, 끝나다, 마무리하다)
- τελευτάω (끝나다)
- πελάζω (come near)
- προσχρίμπτω (to come near)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- πρόσειμι (to come forward)
- προπορεύομαι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (떠오르다, 오르다, 뜨다)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (돕다, 보조하다)
파생어
- διικνέομαι (도달하다, 닿다, 도착하다)
- εἰσαφικνέομαι (to come into or to, reach or arrive at)
- εἰσικνέομαι (들어가다, 입장하다, 뚫다)
- ἐξικνέομαι (도달하다, 도착하다, 닿다)
- ἐφικνέομαι (찾다, 겨누다, 겨냥을 하다)
- ἱκνέομαι (오다, 되다, 도착하다)
- καθικνέομαι (닿다, 도달하다, 도착하다)
- προαφικνέομαι (앞에 나타나다, 기대하다)
- προσαφικνέομαι (도착하다, 닿다, 달성하다)
- προσικνέομαι (도달하다, 도착하다, 닿다)
- συνικνέομαι (호기심을 품게 하다, 흥미를 갖게 하다, 주의를 끌다)