μηνύω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: mēnyō
Principal Part:
μηνύω
Structure:
μηνύ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to show, to inform
- to denounce
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "ταῦτα μὲν ἐκεῖνοι ἐπεστάλκασιν, ἐγὼ δὲ μηνύω ^ σοι μεγάλην ἔφοδον ἐσομένην ἐφ ὑμᾶς ὑπ Ἀρσακόμα τοῦ Μαριάντα, ὃς ἐπρέσβευε πρῴην παρὰ σὲ καί, οἶμαι, διότι αἰτήσας τὴν θυγατέρα οὐκ ἔτυχε παρὰ σοῦ, ἀγανακτεῖ καὶ ἐπὶ τῆς βύρσης ἑβδόμην ἡμέραν ἤδη κάθηται καὶ συνῆκται στρατὸς οὐκ ὀλίγος αὐτῷ. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 48:4)
- Ψήφισμα ἐγὼ τοίνυν μηνύω τὸν ἀφανίζοντα ταῦτα πάντα πρὸς ὑμᾶς τοὺς κυρίους ὄντας κολάσαι, ὑμέτερον δ ἐστὶ καὶ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ τῶν θεῶν τιμωρήσασθαι Λεωκράτην. (Lycurgus, Speeches, 204:4)
- σοὶ μέν, Ἑρμεία, πεπειραμένος Ἐράστου καὶ Κορίσκου πλέονα ἢ σύ, φημὶ καὶ μηνύω καὶ μαρτυρῶ μὴ ῥᾳδίως εὑρήσειν σε ἀξιοπιστότερα ἤθη τούτων τῶν γειτόνων: (Plato, Epistles, Letter 6 7:2)
- ἀλλὰ τί μηνύω κυσὶν ὀστέα· (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 56 1:1)
- "ἐμαυτήν, ὦ αὐτοκράτορ, μηνύω σοι Λεύκιον ὑποδεδέχθαι τε καὶ ἔχειν ἔτι καὶ ἕξειν, ἑώς ἂν ἡμᾶς ὁμοῦ κατακάνῃς: (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 6 2:5)
Synonyms
-
to show
-
to denounce
Derived
- ἐκμηνύω (to inform of, betray)
- καταμηνύω (to point out, make known, indicate)
- προμηνύω (to denounce beforehand, to indicate before)