- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χειμών?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: cheimōn 고전 발음: [몬:] 신약 발음: [키몬]

기본형: χειμών χειμῶνος

형태분석: χειμων (어간)

어원: v. χιών

  1. 겨울, 결
  2. 서리, 감기, 결빙
  3. 폭풍, 폭풍우, 소동
  4. 고통, 고난, 고생
  1. winter
  2. frost, cold
  3. storm, tempest
  4. distress, suffering

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χειμών

겨울이

χειμῶνε

겨울들이

χειμῶνες

겨울들이

속격 χειμῶνος

겨울의

χειμώνοιν

겨울들의

χειμώνων

겨울들의

여격 χειμῶνι

겨울에게

χειμώνοιν

겨울들에게

χειμῶσι(ν)

겨울들에게

대격 χειμῶνα

겨울을

χειμῶνε

겨울들을

χειμῶνας

겨울들을

호격 χειμών

겨울아

χειμῶνε

겨울들아

χειμῶνες

겨울들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ συνεκάθισαν πᾶν τὸ πλῆθος ἐν τῷ εὐρυχώρῳ τοῦ ἱεροῦ τρέμοντες διὰ τὸν ἐνεστῶτα χειμῶνα. (Septuagint, Liber Esdrae I 9:6)

    (70인역 성경, 에즈라기 9:6)

  • Καὶ συνήχθησαν πάντες ἄνδρες Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὰς τρεῖς ἡμέρας, οὗτος ὁ μὴν ὁ ἔνατος. ἐν εἰκάδι τοῦ μηνὸς ἐκάθισε πᾶς ὁ λαὸς ἐν πλατείᾳ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ θορύβου αὐτῶν περὶ τοῦ ρήματος καὶ ἀπὸ τοῦ χειμῶνος. (Septuagint, Liber Esdrae II 10:9)

    (70인역 성경, Liber Esdrae II 10:9)

  • συντάσσων χιόνι. γίνου ἐπὶ γῆς, καὶ χειμὼν ὑετός, καὶ χειμὼν ὑετῶν δυναστείας αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iob 37:6)

    (70인역 성경, 욥기 37:6)

  • ὅτι ἰδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν, ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν, ἐπορεύθη ἑαυτῷ, (Septuagint, Canticum Canticorum 2:11)

    (70인역 성경, 아가 2:11)

  • καίτοι χειμὼν ἡμᾶς οὐ μικρὸς τότε κατελάμβανεν. (Lucian, Contemplantes, (no name) 7:14)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 7:14)

  • ἐπεὶ γὰρ ἤρξατο ᾄδειν οὐ πάνυ αἴσιόν τινα ᾠδὴν τοῖς πλέουσιν, ὡς ὁ Ποσειδῶν συνήγαγε τὰς νεφέλας καὶ ἐτάραξε τὸν πόντον ὥσπερ τορύνην τινὰ ἐμβαλὼν τὴν τρίαιναν καὶ πάσας τὰς θυέλλας ὠρόθυνε καὶ ἄλλα πολλά, κυκῶν τὴν θάλατταν ὑπὸ τῶν ἐπῶν, χειμὼν ἄφνω καὶ γνόφος ἐμπεσὼν ὀλίγου δεῖν περιέτρεψεν ἡμῖν τὴν ναῦν ὅτε περ καὶ ναυτιάσας ἐκεῖνος ἀπήμεσε τῶν ῥαψῳδιῶν τὰς πολλὰς αὐτῇ Σκύλλῃ καὶ Χαρύβδει καὶ Κύκλωπι. (Lucian, Contemplantes, (no name) 7:15)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 7:15)

유의어

  1. 겨울

  2. 서리

  3. 폭풍

  4. 고통

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION