- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ταλαιπωρία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: talaipōria 고전 발음: [딸라뽀:리아] 신약 발음: [딸래뽀리아]

기본형: ταλαιπωρία

형태분석: ταλαιπωρι (어간) + α (어미)

어원: from ταλαίπωρος

  1. 고통, 고난, 고생, 시련, 괴로움, 불행
  1. hard work, hardship, suffering, distress, hardships
  2. bodily suffering or pain

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ταλαιπωρία

고통이

ταλαιπωρία

고통들이

ταλαιπωρίαι

고통들이

속격 ταλαιπωρίας

고통의

ταλαιπωρίαιν

고통들의

ταλαιπωριῶν

고통들의

여격 ταλαιπωρίᾳ

고통에게

ταλαιπωρίαιν

고통들에게

ταλαιπωρίαις

고통들에게

대격 ταλαιπωρίαν

고통을

ταλαιπωρία

고통들을

ταλαιπωρίας

고통들을

호격 ταλαιπωρία

고통아

ταλαιπωρία

고통들아

ταλαιπωρίαι

고통들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ Ἰσραήλ; ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται Ἰακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται Ἰσραήλ. τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν. ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν. οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 13:7)

    (70인역 성경, 시편 13:7)

  • πεσοῦνται ἐπ᾿ αὐτοὺς ἄνθρακες, ἐν πυρὶ καταβαλεῖς αὐτούς, ἐν ταλαιπωρίαις οὐ μὴ ὑποστῶσιν. (Septuagint, Liber Psalmorum 139:11)

    (70인역 성경, 시편 139:11)

  • οἴμοι, οἴμοι, οἴμοι εἰς ἡμέραν, ὅτι ἐγγὺς ἡ ἡμέρα Κυρίου καὶ ὡς ταλαιπωρία ἐκ ταλαιπωρίας ἥξει. (Septuagint, Prophetia Ioel 1:15)

    (70인역 성경, 요엘서 1:15)

  • διότι ἀσέβεια τοῦ Λιβάνου καλύψει σε, καὶ ταλαιπωρία θηρίων πτοήσει σε δἰ αἵματα ἀνθρώπων καὶ ἀσεβείας γῆς καὶ πόλεως καὶ πάντων τῶν κατοικούντων αὐτήν. (Septuagint, Prophetia Habacuc 2:17)

    (70인역 성경, 하바쿡서 2:17)

  • καὶ ἥξει ἐπὶ σὲ ἀπώλεια, καὶ οὐ μὴ γνῷς, βόθυνος, καὶ ἐμπεσῇ εἰς αὐτόν. καὶ ἥξει ἐπὶ σὲ ταλαιπωρία, καὶ οὐ μὴ δυνήσῃ καθαρὰ γενέσθαι. καὶ ἥξει ἐπὶ σὲ ἐξ ἀπίνης ἀπώλεια, καὶ οὐ μὴ γνῷς. (Septuagint, Liber Isaiae 47:11)

    (70인역 성경, 이사야서 47:11)

  • ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ληφθήσεται ἐφ᾿ ὑμᾶς παραβολή, καὶ θρηνηθήσεται θρῆνος ἐν μέλει λέγων. ταλαιπωρίᾳ ἐταλαιπωρήσαμεν. μερὶς λαοῦ μου κατεμετρήθη ἐν σχοινίῳ, καὶ οὐκ ἦν ὁ κωλύων αὐτὸν τοῦ ἀποστρέψαι. οἱ ἀγροὶ ὑμῶν διεμερίσθησαν. (Septuagint, Prophetia Michaeae 2:4)

    (70인역 성경, 미카서 2:4)

유의어

  1. 고통

  2. bodily suffering or pain

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION