헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ταλαιπωρία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ταλαιπωρία

형태분석: ταλαιπωρι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from talai/pwros

  1. 고통, 고난, 고생, 시련, 괴로움, 불행
  1. hard work, hardship, suffering, distress, hardships
  2. bodily suffering or pain

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπὸ τῆσ ταλαιπωρίασ τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριοσ. θήσομαι ἐν σωτηρίῳ, παῤῥησιάσομαι ἐν αὐτῷ. (Septuagint, Liber Psalmorum 11:6)

    (70인역 성경, 시편 11:6)

  • καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίασ καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύοσ καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺσ πόδασ μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου (Septuagint, Liber Psalmorum 39:3)

    (70인역 성경, 시편 39:3)

  • ἐμάκρυνασ ἀπ̓ ἐμοῦ φίλον καὶ πλησίον καὶ τοὺσ γνωστούσ μου ἀπὸ ταλαιπωρίασ. (Septuagint, Liber Psalmorum 87:19)

    (70인역 성경, 시편 87:19)

  • διὰ τοῦτο ἰδοὺ πορεύσονται ἐκ ταλαιπωρίασ Αἰγύπτου, καὶ ἐκδέξεται αὐτοὺσ Μέμφισ, καὶ θάψει αὐτοὺσ Μαχμάσ. τὸ ἀργύριον αὐτῶν ὄλεθροσ κληρονομήσει αὐτό, ἄκανθαι ἐν τοῖσ σκηνώμασιν αὐτῶν. (Septuagint, Prophetia Osee 9:6)

    (70인역 성경, 호세아서 9:6)

  • οἴμοι, οἴμοι, οἴμοι εἰσ ἡμέραν, ὅτι ἐγγὺσ ἡ ἡμέρα Κυρίου καὶ ὡσ ταλαιπωρία ἐκ ταλαιπωρίασ ἥξει. (Septuagint, Prophetia Ioel 1:15)

    (70인역 성경, 요엘서 1:15)

유의어

  1. 고통

  2. bodily suffering or pain

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION