- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀφόρητος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: aphorētos 고전 발음: [아포레:또] 신약 발음: [아포레또]

기본형: ἀφόρητος ἀφόρητη ἀφόρητον

형태분석: ἀφορητ (어간) + ος (어미)

  1. 견딜 수 없는, 참을 수 없는
  1. intolerable, insufferable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀφόρητος

견딜 수 없는 (이)가

ἀφόρήτη

견딜 수 없는 (이)가

ἀφόρητον

견딜 수 없는 (것)가

속격 ἀφορήτου

견딜 수 없는 (이)의

ἀφόρήτης

견딜 수 없는 (이)의

ἀφορήτου

견딜 수 없는 (것)의

여격 ἀφορήτῳ

견딜 수 없는 (이)에게

ἀφόρήτῃ

견딜 수 없는 (이)에게

ἀφορήτῳ

견딜 수 없는 (것)에게

대격 ἀφόρητον

견딜 수 없는 (이)를

ἀφόρήτην

견딜 수 없는 (이)를

ἀφόρητον

견딜 수 없는 (것)를

호격 ἀφόρητε

견딜 수 없는 (이)야

ἀφόρήτη

견딜 수 없는 (이)야

ἀφόρητον

견딜 수 없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀφορήτω

견딜 수 없는 (이)들이

ἀφόρήτα

견딜 수 없는 (이)들이

ἀφορήτω

견딜 수 없는 (것)들이

속/여 ἀφορήτοιν

견딜 수 없는 (이)들의

ἀφόρήταιν

견딜 수 없는 (이)들의

ἀφορήτοιν

견딜 수 없는 (것)들의

복수주격 ἀφόρητοι

견딜 수 없는 (이)들이

ἀφόρηται

견딜 수 없는 (이)들이

ἀφόρητα

견딜 수 없는 (것)들이

속격 ἀφορήτων

견딜 수 없는 (이)들의

ἀφόρητῶν

견딜 수 없는 (이)들의

ἀφορήτων

견딜 수 없는 (것)들의

여격 ἀφορήτοις

견딜 수 없는 (이)들에게

ἀφόρήταις

견딜 수 없는 (이)들에게

ἀφορήτοις

견딜 수 없는 (것)들에게

대격 ἀφορήτους

견딜 수 없는 (이)들을

ἀφόρήτας

견딜 수 없는 (이)들을

ἀφόρητα

견딜 수 없는 (것)들을

호격 ἀφόρητοι

견딜 수 없는 (이)들아

ἀφόρηται

견딜 수 없는 (이)들아

ἀφόρητα

견딜 수 없는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἀφόρητος

ἀφορήτου

견딜 수 없는 (이)의

ἀφορητότερος

ἀφορητοτέρου

더 견딜 수 없는 (이)의

ἀφορητότατος

ἀφορητοτάτου

가장 견딜 수 없는 (이)의

부사 ἀφορήτως

ἀφορητότερον

ἀφορητότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸν μικρῷ πρότερον τῶν οὐρανίων ἄστρων ἅπτεσθαι δοκοῦντα παρακομίζειν οὐδεὶς ἐδύνατο διὰ τὸ τῆς ὀσμῆς ἀφόρητον βάρος. (Septuagint, Liber Maccabees II 9:10)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 9:10)

  • ἑτέρα δέ τις ἐπὶ τὴν ἐκείνης παρελθοῦσα τάξιν, ἀφόρητος ἀναιδείᾳ θεατρικῇ καὶ ἀνάγωγος καὶ οὔτε φιλοσοφίας οὔτε ἄλλου παιδεύματος οὐδενὸς μετειληφυῖα ἐλευθερίου, λαθοῦσα καὶ παρακρουσαμένη τὴν τῶν ὄχλων ἄγνοιαν, οὐ μόνον ἐν εὐπορίᾳ καὶ τρυφῇ καὶ μορφῇ πλείονι τῆς ἑτέρας διῆγεν, ἀλλὰ καὶ τὰς τιμὰς καὶ τὰς προστασίας τῶν πόλεων, ἃς ἔδει τὴν φιλόσοφον ἔχειν, εἰς ἑαυτὴν ἀνηρτήσατο καὶ ἦν φορτική τις πάνυ καὶ ὀχληρὰ καὶ τελευτῶσα παραπλησίαν ἐποίησε γενέσθαι τὴν Ἑλλάδα ταῖς τῶν ἀσώτων καὶ κακοδαιμόνων οἰκίαις. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 1 1:1)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 1 1:1)

  • ἄξιόν γε παρατηρβιν τὰ ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐν τοῖς πένθεσι γιγνόμενα καὶ λεγόμενα καὶ τὰ ὑπὸ τῶν παραμυθουμένων δῆθεν αὐτοὺς αὖθις λεγόμενα, καὶ ὡς ἀφόρητα ἡγοῦνται τὰ συμβαίνοντα σφίσι τε αὐτοῖς οἱ ὀδυρόμενοι καὶ ἐκείνοις οὓς ὀδύρονται, οὐ μὰ τὸν Πλούτωνα καὶ Φερσεφόνην κατ οὐδὲν ἐπιστάμενοι σαφῶς οὔτε εἰ πονηρὰ ταῦτα καὶ λύπης ἄξια οὔτε εἰ τοὐναντίον ἡδέα καὶ βελτίω τοῖς παθοῦσι, νόμῳ δὲ καὶ συνηθείᾳ τὴν λύπην ἐπιτρέποντες. (Lucian, (no name) 1:1)

    (루키아노스, (no name) 1:1)

  • ἐνδοιάσαντος καὶ ἀποροῦντος - οὐ γὰρ εἶχέν τινα, οἶμαι, εἰπεῖν τοιοῦτον - εἶτ, ἔφη, ὦ γελοῖε, μόνος ἀφόρητα πάσχειν νομίζεις μηδένα ὁρῶν πένθους ἄμοιρον· (Lucian, (no name) 25:3)

    (루키아노스, (no name) 25:3)

  • ἐνίοις δὲ καὶ ἡ δουλεία βαρὺ καὶ ὥσπερ οὖν ἐστιν ἀφόρητον ἐφαίνετο. (Lucian, Fugitivi, (no name) 13:2)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 13:2)

  • οὐκ ἀφόρητος ἦν · (Lucian, Tyrannicida, (no name) 17:8)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 17:8)

  • πέντε γάρ, εἰ βούλει, καλλίω καὶ μείζω τοῦ Αἰγυπτίου πλοίου ἤδη ἔχε, καὶ τὸ μέγιστον οὐδὲ καταδῦναι δυνάμενα, καὶ τάχα σοι πεντάκις ἐξ Αἰγύπτου κατ᾿ ἔτος ἕκαστον σιταγωγείτωσαν σιταγωγίαν, εἰ καί, ὦ ναυκλήρων ἄριστε, δῆλος εἶ ἀφόρητος ἡμῖν τότε γενησόμενος: (Lucian, 25:3)

    (루키아노스, 25:3)

  • ἀπόλαυσις μέν γε οὐδὲ ὄναρ τῶν ἡδέων, ἀλλὰ δόξα μόνη καὶ πορφυρὶς χρυσῷ ποικίλη καὶ ταινία λευκὴ περὶ τῷ μετώπῳ καὶ δορυφόροι προϊόντες, τὰ δ᾿ ἄλλα κάματος ἀφόρητος καὶ ἀηδία πολλή, καὶ ἢ χρηματίζειν δεῖ τοῖς παρα τῶν πολεμίων ἥκουσιν ἢ δικάζειν ἢ καταπέμπειν τοῖς ὑπηκόοις ἐπιτάγματα, καὶ ἤτοι ἀφέστηκέ τι ἔθνος ἢ ἐπελαύνουσί τινες τῶν ἔξω τῆς ἀρχῆς. (Lucian, 67:2)

    (루키아노스, 67:2)

  • προσέτι γὰρ καὶ ζηλότυπός ἐστιν, ὃς καὶ πενόμενος ἔτι πολὺ ἀφόρητος ἦν: (Lucian, Dialogi meretricii, 3:3)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:3)

유의어

  1. 견딜 수 없는

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION