헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βλακεία

1군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βλακεία

어원: bla/c

  1. 게으름, 어리석음, 은퇴
  1. laziness, stupidity

예문

  • καὶ τοίνυν ὅταν μέν τινεσ βλακείᾳ καὶ ἀπονίᾳ μόνον κακοὶ ὦσι, τούτουσ ἐγὼ νομίζω ὥσπερ κηφῆνασ δαπάνῃ μόνον ζημιοῦν τοὺσ κοινῶνασ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 28:1)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 2 28:1)

  • καὶ ἃ λόγῳ μόνον εἰπεῖν κουφότησ, ἦ που βλακεία ταῦτ’ ἔργῳ πάντωσ θεῖναι γενησόμενα. (Aristides, Aelius, Orationes, 6:17)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 6:17)

  • ἀλλ’ οἶμαι πάντα ταῦτα τῶν φυρόντων ἐστὶ τὰ ὀνόματα, καὶ διῄρηται σοφία καὶ κακουργία, σωφροσύνη καὶ βλακεία, δικαιοσύνη τε καὶ εὐήθεια, ἀνδρεία καὶ θρασύτησ, οὐδέτερον δέ γε οὔτε καλὸν οὔτε προσῆκον, οὔτε τὰσ κακίασ ὑποκορίζεσθαι τῷ τῆσ ἀρετῆσ ὀνόματι οὔτε τὰσ ἀρετὰσ φαυλίζειν τὰ τῆσ κακίασ ἑκάστῃ παρατιθέντα. (Aristides, Aelius, Orationes, 111:4)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 111:4)

  • καὶ μὴν δειλία καὶ βλακεία κατ’ ἰδίαν μὲν αὐτοῖσ ὄνειδοσ ἐπιφέρει τοῖσ ἔχουσι, περὶ δὲ τὸν τῶν ὅλων ἡγεμόνα γενομένη κοινόν ἐστι καὶ μέγιστον συμπτωμάτων. (Polybius, Histories, book 3, chapter 81 7:1)

    (폴리비오스, Histories, book 3, chapter 81 7:1)

유의어

  1. 게으름

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION