- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ταλαίπωρος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: talaipōros 고전 발음: [딸라뽀:로] 신약 발음: [딸래뽀로]

기본형: ταλαίπωρος ταλαίπωρος ταλαίπωρον

형태분석: ταλαιπωρ (어간) + ος (어미)

어원: prob. a form of ταλαπείριος

  1. 가련한, 불쌍한, 불행한, 비참한
  1. suffering, distressed, miserable

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ταλαίπωρος

가련한 (이)가

ταλαίπωρον

가련한 (것)가

속격 ταλαιπώρου

가련한 (이)의

ταλαιπώρου

가련한 (것)의

여격 ταλαιπώρῳ

가련한 (이)에게

ταλαιπώρῳ

가련한 (것)에게

대격 ταλαίπωρον

가련한 (이)를

ταλαίπωρον

가련한 (것)를

호격 ταλαίπωρε

가련한 (이)야

ταλαίπωρον

가련한 (것)야

쌍수주/대/호 ταλαιπώρω

가련한 (이)들이

ταλαιπώρω

가련한 (것)들이

속/여 ταλαιπώροιν

가련한 (이)들의

ταλαιπώροιν

가련한 (것)들의

복수주격 ταλαίπωροι

가련한 (이)들이

ταλαίπωρα

가련한 (것)들이

속격 ταλαιπώρων

가련한 (이)들의

ταλαιπώρων

가련한 (것)들의

여격 ταλαιπώροις

가련한 (이)들에게

ταλαιπώροις

가련한 (것)들에게

대격 ταλαιπώρους

가련한 (이)들을

ταλαίπωρα

가련한 (것)들을

호격 ταλαίπωροι

가련한 (이)들아

ταλαίπωρα

가련한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐξομολογοῦ τῷ Κυρίῳ ἀγαθῶς καὶ εὐλόγει τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων, ἵνα πάλιν ἡ σκηνὴ αὐτοῦ οἰκοδομηθῇ ἐν σοὶ μετὰ χαρᾶς, καὶ εὐφράναι ἐν σοὶ τοὺς αἰχμαλώτους καὶ ἀγαπῆσαι ἐν σοὶ τοὺς ταλαιπώρους εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος. (Septuagint, Liber Thobis 13:10)

    (70인역 성경, 토빗기 13:10)

  • καὶ τὸν μὲν τῆς ὅλης κακίας Μενέλαον ἀπέλυσε τῶν κατηγορημάτων, τοῖς δὲ ταλαιπώροις, οἵτινες, εἰ καὶ ἐπὶ Σκυθῶν ἔλεγον, ἀπελύθησαν ἂν ἀκατάγνωστοι, τούτοις θάνατον ἐπέκρινε. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:47)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:47)

  • οἵ τε πρὸς τούτοις λειτουργοὶ κατὰ τὴν ἑσπέραν ἀξιόντες τὰς τῶν ταλαιπώρων ἐδέσμευον χεῖρας τήν τε λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ αὐτοὺς ἀσφάλειαν, ἔννυχον δόξαντες ὁμοῦ λήψεσθαι τὸ φῦλον πέρας τῆς ὀλεθρίας. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:5)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:5)

  • καὶ οὐχ οὕτως εἰς ὕπνον κατεχρήσαντο τὸν χρόνον τῆς νυκτός, ὡς εἰς τὸ παντοίους μηχανᾶσθαι τοῖς ταλαιπώροις δοκοῦσιν ἐμπαιγμούς.— (Septuagint, Liber Maccabees III 5:22)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:22)

  • ὁ δὲ ὀργῇ βαρείᾳ γεμίσας δυσσεβῆ φρένα παντὶ τῷ βάρει σὺν τοῖς θηρίοις ἐξώρμησε, βουλόμενος ἀτρώτῳ καρδίᾳ καὶ κόραις ὀφθαλμῶν θεάσασθαι τὴν ἐπίπονον καὶ ταλαίπωρον τῶν προσεσημαμμένων καταστροφήν. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:47)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:47)

  • θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὃς ἀνταποδώσει σοι τὸ ἀνταπόδομά σου, ὃ ἀνταπέδωκας ἡμῖν. (Septuagint, Liber Psalmorum 136:8)

    (70인역 성경, 시편 136:8)

  • σοφίαν γὰρ καὶ παιδείαν ὁ ἐξουθενῶν ταλαίπωρος, καὶ κενὴ ἡ ἐλπὶς αὐτῶν, καὶ οἱ κόποι ἀνόνητοι καὶ ἄχρηστα τὰ ἔργα αὐτῶν. (Septuagint, Liber Sapientiae 3:11)

    (70인역 성경, 지혜서 3:11)

  • πολλοὶ δ ἐπιστέλλουσιν, ἑρμηνεὺς δ ἐγώ, αἱ χεῖρες ἡ γλῶσς ἡ ταλαίπωρός τε φρήν, κάρα τ ἐμὸν ξυρῆκες, ὅ τ ἐκεῖνον τεκών. (Euripides, episode 3:2)

    (에우리피데스, episode 3:2)

  • εὖ γ ὁ κατάχρυσος εἶπε πόλλ Εὐριπίδης, νικᾷ δὲ χρεία μ ἡ ταλαίπωρός τέ μου γαστήρ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 19 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 19 1:1)

  • ἔτι δ ὁ μὲν μηδεμίαν ὑπομένων λύπην, μηδ εἰ βέλτιον, τρυφερός, ὁ δὲ πᾶσαν ὁμοίως ὡς μὲν ἁπλῶς εἰπεῖν ἀνώνυμος, μεταφορᾷ δὲ λέγεται σκληρὸς καὶ ταλαίπωρος καὶ κακοπαθητικός: (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 60:3)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 60:3)

유의어

  1. 가련한

관련어

명사

형용사

동사

감탄사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION