- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λάβρος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: lābros 고전 발음: [라:] 신약 발음: []

기본형: λάβρος λάβρος λάβρον

형태분석: λαβρ (어간) + ος (어미)

  1. 화난, 충동적인, 미친
  2. 강력한, 대단한, 거대한
  3. 충동적인, 경솔한, 성급한
  4. 신속한, 급한
  5. 급한, 거센, 맹렬한, 격렬한
  1. (Homeric, of wind and water) furious, boisterous
  2. (Homeric, of the Hellespont personified) huge, mighty
  3. (Post-Homeric, of men) boisterous, turbulent
  4. (Post-Homeric, of men, of speech) hasty
  5. (Post-Homeric, of men) fierce, violent, impetuous

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 λᾶβρος

화난 (이)가

λᾶβρον

화난 (것)가

속격 λάβρου

화난 (이)의

λάβρου

화난 (것)의

여격 λάβρῳ

화난 (이)에게

λάβρῳ

화난 (것)에게

대격 λᾶβρον

화난 (이)를

λᾶβρον

화난 (것)를

호격 λᾶβρε

화난 (이)야

λᾶβρον

화난 (것)야

쌍수주/대/호 λάβρω

화난 (이)들이

λάβρω

화난 (것)들이

속/여 λάβροιν

화난 (이)들의

λάβροιν

화난 (것)들의

복수주격 λᾶβροι

화난 (이)들이

λᾶβρα

화난 (것)들이

속격 λάβρων

화난 (이)들의

λάβρων

화난 (것)들의

여격 λάβροις

화난 (이)들에게

λάβροις

화난 (것)들에게

대격 λάβρους

화난 (이)들을

λᾶβρα

화난 (것)들을

호격 λᾶβροι

화난 (이)들아

λᾶβρα

화난 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 λᾶβρος

λάβρου

화난 (이)의

λαβρότερος

λαβροτέρου

더 화난 (이)의

λαβρότατος

λαβροτάτου

가장 화난 (이)의

부사 λάβρως

λαβρότερον

λαβρότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀνδρεῖος ἐν ἀσεβείαις συκοφαντεῖ πτωχούς. ὥσπερ ὑετὸς λάβρος καὶ ἀνωφελής, (Septuagint, Liber Proverbiorum 28:3)

    (70인역 성경, 잠언 28:3)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ τῶν μάντεων θαρρεῖν παραινούντων πολυαρκεστάτην γὰρ οἰκίζεσθαι πόλιν ὑπ αὐτοῦ, καὶ παντοδαπῶν ἀνθρώπων ἐσομένην τροφόν ἔργου κελεύσας ἔχεσθαι τοὺς ἐπιμελητάς αὐτὸς ὡρ´μησεν εἰς Ἄμμωνος, ὁδὸν μακρὰν καὶ πολλὰ μὲν ἔχουσαν ἐργώδη καὶ ταλαίπωρα, κινδύνους δὲ δύο, τὸν μὲν ἀνυδρίας, δι ἣν ἔρημός ἐστιν οὐκ ὀλίγων ἡμερῶν, τὸν δέ, εἰ λάβρος ἐν ἄμμῳ βαθείᾳ καὶ ἀχανεῖ πορευομένοις ἐπιπέσοι νότος, ὥς που καὶ πάλαι λέγεται περὶ τὸν Καμβύσου στρατὸν, ἀναστήσας θῖνα μεγάλην καὶ κυματώσας τὸ πεδίον μυριάδας ἀνθρώπων πέντε καταχῶσαι καὶ διαφθεῖραι. (Plutarch, Alexander, chapter 26 6:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 26 6:1)

  • ἦλθ ἄνεμος Ζέφυρος μέγας, αἴθριος, ἐκ Διὸς αἴσης, λάβρος ἐπαιγίζων ἐξ αἰθέρος, ὄφρα τάχιστα νηῦς ἀνύσειε θέουσα θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ. (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 27:17)

    (익명 저작, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 27:17)

  • ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 2 26:5)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 2 26:5)

  • καὶ αὐτῷ λάβρος ὁ ποταμὸς ἐφορμᾷ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 4 10:4)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 4 10:4)

유의어

  1. 화난

  2. 강력한

  3. 신속한

  4. 급한

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION